ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μετανάστευση πληθυσμών και οι κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις τους είναι ένα πολύ μοντέρνο» φαινόμενο, το οποίο βιώνουμε πολύ έντονα στην Ελλάδα, ειδικά μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Όμως, δεν πρόκειται για φαινόμενο νέο. Οι μετακινήσεις πληθυσμών ουδέποτε έπαψαν, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ιδίως στην τόσο ιδιόμορφη περιοχή των Βαλκανίων και της ευρύτερης λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου.
Στόχος αυτής της εργασίας είναι να καταδείξει τον τρόπο, τα αίτια και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα μία από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις λαών στο γεωγραφικό χώρο που προαναφέραμε κατά την περίοδο του ύστερου μεσαίωνα και των απαρχών της νεότερης εποχής: του αλβανικού λαού.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας εξετάζονται οι γεωγραφικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της μετακίνησης. Διερευνάται, δηλαδή, η κίνηση των αλβανικών φύλων στο σύντομο και το μακρό δρόμο της μετανάστευσης, τα αίτια που τους εξώθησαν σε αυτήν την κίνηση εγκατάλειψης της χώρας – κοιτίδας (source country) καθώς και η ανταπόκρισή τους σε μια συνήθη τακτική των «κρατών» της εποχής, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη δημογραφική έλλειψη: τους εποικισμούς.
Στο δεύτερο μέρος γίνεται προσπάθεια να καταδειχθούν οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που είχε η διείσδυση των φύλων αυτών, τόσο στον ιταλικό όσο και τον ελλαδικό χώρο. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα θρησκείας, μεταναστευτικών δικτύων πληροφόρησης καθώς και στο πολύ «σύγχρονο» και φλέγον ζήτημα της αφομοίωσης και της ένταξης στην κοινωνία της φιλοξενούσας χώρας (host country).
Σε μία τόσο περιορισμένης έκτασης εργασία, είναι προφανές ότι τα παραπάνω ζητήματα θίγονται μόνον επιφανειακά. Στόχος δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τη γενικότερη προσέγγιση του όλου φαινομένου με απώτερη πρόθεση την ανάδειξη του υπερτοπικού και διαχρονικού χαρακτήρα των μεταναστεύσεων, γενικώς, και ιδιαίτερα των κοινών παραμέτρων και κοινωνικών προεκτάσεων που έχει η μετανάστευση των Αλβανών του ύστερου μεσαίωνα με τη σύγχρονη μεταναστευτική κίνηση των ίδιου λαού από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά.]
ΔΡΟΜΟΙ, ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
«Είναι μυριολεκτούμενο», γράφει ο Alain Ducellier στην αξεπέραστη μελέτη του για τις μεταναστεύσεις του ύστερου Μεσαίωνα[1], ότι «σε όλον το Μεσαίωνα οι Έλληνες μετακινούνται λίγο». Αν κάποιος λαός βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της μονιμότητας και της σταθερής εγκατάστασης, αυτός είναι ο Αλβανικός λαός.
Οφείλουμε, καταρχάς, να εξετάσουμε ποιος είναι αυτός ο λαός, ποιος ο χαρακτήρας του, ποια η αρχική του κοιτίδα και ποιους δρόμους ακολούθησε όταν αναγκάστηκε για συγκεκριμένους λόγους, που θα αναλύσουμε παρακάτω, να εγκαταλείψει αυτήν την αρχική κοιτίδα και να μετακινηθεί.
Ο Sufflay στο έργο του «Acta et Diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia», παρομοιάζει τη μεσαιωνική Αλβανία με ένα κάτοπτρο το οποίο αντικατοπτρίζει ολόκληρο τον κόσμο της Βαλκανικής χερσονήσου (ελληνικό, ρωμανικό, ιταλικό, σλαβικό, βυζαντινό)[2].
Ως λαός εμφανίζονται για πρώτη φορά[3] το 1043, όταν προσέφεραν τη συνδρομή τους στον στασιαστή στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη[4] . Αργότερα στα χρόνια των Κομνηνών, συνέδραμαν άλλον ένα στασιαστή, το Νικηφόρο Βασιλάκιο (1080)[5]. Οι Αλβανοί [6] εκείνης της μακρινής εποχής, κάτοικοι των ορεινών συμπλεγμάτων και όχι της αστικής και πλούσιας παραλίας, παρουσιάζονται πάντοτε στις βυζαντινές πηγές, είτε ως λαός ποιμενικός και νομαδικός, με φυλετική κοινωνική οργάνωση (κατά φύλα – γενεές -πατριές) και με μία μόνιμη ροπή προς τις ληστρικές επιδρομές κατά οχυρωμένων πόλεων, είτε ως κάτοικοι βουνών και πεδιάδων με έντονη πολεμική δραστηριότητα. Μάλιστα, ως προς τη φυλετική και κοινωνική οργάνωση των φύλων αυτών υπάρχει μία πρώτη αναφορά του όρου "Αλβανία" στο περιηγητικό βιβλίο "Anonymi Descriptio Europae Orientalis": «οι Αλβανοί μετακινούνται κατά ομάδες και κατά οικογένειες» (per turmas et cognationes suas)[7] .
Η αρχική τους κοιτίδα, με την ονομασία Άρβανον, (επίσης απαντάται και ως Άλβανον, Άρβανα, Αλβανία, Αλβανιτία, Ιλλυρία) εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας, η οποία το 13ο αιώνα εκτεινόταν στο ορεινό συγκρότημα από τα περίχωρα της λίμνης Αχρίδας μέχρι το Δυρράχιο και το φρούριο της Κρόιας (Kruje)[8] . Από αυτήν την κοιτίδα, ξεκινώντας το 13ο και, κυρίως, το 14ο αιώνα, θα μεταναστεύσει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα: ανατολικά και βόρεια, προς τις πεδιάδες του Κοσόβου και τις εγγύς δαλματικές ακτές[9] , δυτικά, διασχίζοντας την Αδριατική, με κατεύθυνση την ιταλική χερσόνησο και νότια, προς την ελλαδική χερσόνησο.
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΔΥΣΜΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΟ
Μετακίνηση προς την Ιταλική Χερσόνησο
Η μετακίνηση προς την ιταλική χερσόνησο θα γίνει σε πέντε διαφορετικές φάσεις, από τα μέσα του 14ου αιώνα ως την πτώση των Βενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο (βλ. χάρτη 1).
Η πρώτη φάση θα ξεκινήσει γύρω στο 1280[10] με διά θαλάσσης μετανάστευση Αλβανών του Δυρραχίου. Στα χρόνια της εμφάνισης της μαύρης πανώλης (1347-8), έχουμε νέο μεταναστευτικό κύμα προς τη Ραγούζα, την Απουλία, την κεντρική Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό προς τη Βενετία[11]. Η σκληρότατη μεταχείριση του τοπικού Αλβανού ηγεμόνα, Καρόλου Θώπια, θα εξαναγκάσει πολλούς Αλβανούς, σε τρίτο κύμα μετανάστευσης, αυτή τη φορά προς τη νότια Ιταλία, κύμα το οποίο ο Ducellier χαρακτηρίζει «νομαδισμό της εξαθλίωσης»[12].
Το επόμενο κύμα[13] θα ακολουθήσει το θαλάσσιο δρόμο για την Ιταλία κατά τη δεκαετία 1468 – 1479[14]. Κι αυτό γιατί το 1468 πεθαίνει ο μεγάλος Αλβανός ήρωας Σκεντέρμπεης (Γεώργιος Καστριώτης)[15] ο οποίος είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα με τη σθεναρή αντίστασή του κατά τους μακρόχρονους πολέμους που διεξήγαγε εναντίον των Οθωμανών και των Βενετών.
Τέλος, η πέμπτη και τελευταία (μαζική, διότι οι μεταναστεύσεις μικρών ομάδων ουδέποτε έληξαν) μετακίνηση αλβανικών πληθυσμών προς την Ιταλία έλαβε χώρα μετά την πτώση των Βενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο, το α’ μισό του 16ου αιώνα[16] . Δηλαδή, με τη λήξη του Β΄ Βενετοτουρκικού πολέμου (1499-1503) και την πτώση της Μεθώνης και της Κορώνης και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, με την πτώση του Ναυπλίου (1534), Αλβανοί (και Έλληνες) εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο και μεταναστεύουν προς την Κάτω Ιταλία και Σικελία. Αυτοί οι πληθυσμοί – σύμφωνα με τον Κόλλια – δεν θα πάψουν ποτέ να νιώθουν νοσταλγία για τη «χαμένη πατρίδα», την Πελοπόννησο, όπως αποδεικνύει και το τραγούδι που έλεγαν όλοι μαζί με στραμμένα τα πρόσωπα προς το Μοριά:
«Ω ε μπούκουρα Μωρέ Ω πανέμορφε Μοριά
Ση κουρ τε λυάσς με νούκου τε πασς Αφ’ ότου σ’ άφησα, δεν σε ξανάδα πια
Άτιε καμ ου Ζώτιν Ταν, Εκεί έχω εγώ τον πατέρα μου,
άτιε καμ ου ζώνιεν μεμε, εκεί έχω εγώ τη μητέρα μου,
άτιε καμ εδέ τιμ βλα, εκεί έχω εγώ τον αδελφό μου,
γκύθ μπουλιούαρε νε δε. όλους θαμένους μέσ’ τη γη.
Ωι ε μπούκουρα Μωρέ Ωι πανέμορφε Μοριά
Πλιοτ τε φλιας με λιότε νε σή Με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια σε καλώ
Ωι μωρέ ω Αρμπερί ωι Μοριά κι Αρβανιτιά.» [17]
Μετακίνηση προς την Ελλαδική Χερσόνησο (Α΄ Φάση)
Η κάθοδος των Αλβανικών φύλων προς την ελλαδική χερσόνησο γίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, που ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα[18] και διαρκεί μέχρι την έκρηξη της μαύρης πανώλης στα 1348 οι Αλβανοί νομάδες κατευθύνονται προς τη Θεσσαλία, όπου και εγκαθίστανται για αρκετά χρόνια. Έτος εγκατάστασης θεωρείται, από τους περισσότερους ερευνητές[19] , το 1325[20].
Σχετικά με το δρόμο που ακολούθησαν στη μετακίνησή τους αυτή, οι γνώμες διίστανται. Ο Παναγιωτόπουλος[21] θεωρεί ότι έχοντας ως χώρο εκκίνησης το Άρβανον, ακολούθησαν το «μακρύ δρόμο» (longitudinale) ο οποίος διασχίζοντας τον ποταμό Δεβόλ (βυζαντινός Δεάβολις) και την άνω λεκάνη του Αλιάκμονα, διαμέσου Κορυτσάς, Καστοριάς και Γρεβενών τους έφερε στο Θεσσαλικό κάμπο. Υπάρχει, όμως, και η άλλη άποψη[22] που υποστηρίζει ότι εκτός από αυτόν τον δρόμο, υπήρχε και ένας άλλος, «εγκάρσιος» (transversale) δρόμος που ξεκινούσε από νοτιότερη «κοιτίδα» (περιοχές Πρεμετής – Αργυροκάστρου) και ακολουθούσε τη διαδρομή Αργυρόκαστρο – Ιωάννινα – Αιτωλοακαρνανία.
Διαμέσου, λοιπόν, του ενός ή του άλλου δρόμου – ή και των δύο – Αλβανικά φύλα διείσδυσαν στον ελλαδικό χώρο και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. Μάλιστα, λίγα χρόνια αργότερα, το 1333, έχουν συμπληρώσει αρκετά χρόνια διαμονής για να θεωρούν ότι η αποκατάσταση της εξουσίας του βυζαντινού αυτοκράτορα στην περιοχή καθιστούσε επισφαλή πλέον τη χειμερινή τους κάθοδο στα πεδινά[23] . Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποκτήσουν απρόσκοπτη κάθοδο στους χειμερινούς βοσκότοπους της πεδιάδας, εξαναγκάστηκαν να δώσουν όρκο υποταγής στον Ανδρόνικο Γ’.
Τα ίδια αυτά χρόνια, η αύξηση της μεγάλης ιδιοκτησίας, οι ενδοβυζαντινές συγκρούσεις και οι καταστροφικές επιδρομές των Αλβανών και των Καταλανών κάνουν το Marino Sanudo Torcello (1325) να περιγράφει την κατάσταση ως αξιοθρήνητη σε μία Θεσσαλία ερημωμένη και κατεστραμμένη: “Deus misit hanc pestem patriae Blachiae supradictae, quia ipsa miserat quodam genus, Albanensium gentis nomine, in tanta quantitate numerosa: quae gens omnia quae errant extra castra penitus destruxerunt”[24]. Η Θεσσαλία θα είναι πλέον γι’ αυτούς, η δεύτερη κοιτίδα, το νέο Άρβανον, η «Μεγάλη Βλαχία»[25].
Γράφει πολύ εύστοχα ο Παναγιωτόπουλος: «Μ’ αυτό το πνεύμα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα ο ρόλος που έπαιξε η πληθυσμιακή ομάδα της Θεσσαλίας στην εξάπλωση των Αλβανών. Η ανατολική πλαγιά της Πίνδου με τα παρακλάδια της, σε συνδυασμό μ’ έναν πεδινό ζωτικό χώρο, πρόσφερε ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της εποχιακής κτηνοτροφίας και, επομένως, για τη λειτουργία του γεωργοκτηνοτροφικού οικονομικού συστήματος της ομάδας. Έτσι, η Θεσσαλία έγινε για μερικές δεκαετίες η νέα αλβανική «κοιτίδα» που συγκέντρωσε τις προϋποθέσεις για μια δημογραφική ανάπτυξη, ανάλογη μ’ εκείνη του άλλου ισχυρού σημείου εκκίνησης της αλβανικής επέκτασης, του ιστορικού «Άρβανου». Μακριά από τη μαύρη πανώλη, που αποδεκάτισε ολόκληρες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου, από τις ακτές της Θεσσαλονίκης ως τα παράλια της Ηπείρου, περνώντας από την Αττική και την Πελοπόννησο, τα αλβανικά φύλα της θεσσαλικής «κοιτίδας» μπόρεσαν να διατηρήσουν το ρυθμό αναπαραγωγής τους και βρέθηκαν, έτσι, σε πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τους γειτονικούς πληθυσμούς. Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, σ’ εποχή διαταραγμένης δημογραφίας, τα αλβανικά φύλα, όσα έμειναν προσωρινά στη Δυτική Θεσσαλία, άρχισαν να βαδίζουν προς τη Νότια Ελλάδα, σ’ εδάφη που είχαν πρόσφατα χάσει ένα μεγάλο αριθμό των κατοίκων τους! […] σ’ εκείνη την εποχή των συνεχών πολέμων, οι Αλβανοί, με τη βοήθεια των τοπικών αρχών που αναζητούσαν συμπληρωματικές στρατιωτικές δυνάμεις, είδαν την τύχη τους να καλυτερεύει και, από επικίνδυνοι ποιμένες – πολεμιστές – ληστές, έγιναν “ισότιμοι” κάτοικοι του τόπου»[26].
Μετακίνηση προς την Ελλαδική Χερσόνησο (Β΄ Φάση)
Σε μία δεύτερη μεταναστευτική φάση, οι Αλβανοί κατεβαίνουν προς νότο και εγκαθίστανται στην Αττική και την Πελοπόννησο.
Αττική: Έχοντας πρώτα σταθμεύσει κατά τα έτη 1380-81 στην κοιλάδα του Σπερχειού που τότε ονομαζόταν «Αλλάδα»[27], παίρνουν το 1382, νόμιμη άδεια από τον Πέτρο Δ΄ της Αραγωνίας, για να «προνοιαστούν»[28] στο καταλανικό Δουκάτο των Αθηνών[29] . Η άδεια αυτή ήταν η απάντηση στην έκκληση του Δούκα των Αθηνών Ροκκαβέρτη για να του δοθεί η άδεια «να δώσωμε προνόμιο σε κάθε Έλληνα και Αρβανίτη που θα θελήσει να έρθει στο δουκάτο της Αθήνας, να είναι ασύδοτος για δύο χρόνια…»[30]. Η κίνηση αυτή απέβλεπε στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του Δουκάτου απέναντι στις ξένες (οθωμανικές κυρίως) επιβουλές.
Πελοπόννησος: Οι βυζαντινές πηγές[31] αναφέρουν ότι την πρώτη δεκαετία του 15ου αιώνα 10.000 Αλβανοί (10.000 πολεμιστές ή 10.000 ψυχές;) εμφανίστηκαν στον Ισθμό της Κορίνθου, προφανώς χωρίς προηγούμενη συμφωνία με τις αρχές. Ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος, παρά την καχυποψία των συμβούλων του για αυτούς τους «ξένους», επέτρεψε το «πρόνοιασμά» τους στα εδάφη του δεσποτάτου.
Για την εγκατάσταση των Αλβανών στην Πελοπόννησο[32] υπάρχουν τρεις θεωρίες: 1. ότι κατέβηκαν από τη Θεσσαλία 2. ότι κατέβηκαν από τη νότια Αλβανία, διαμέσου Ηπείρου και Αιτωλίας. Ως αίτιο αναφέρεται το γεγονός ότι οι Οθωμανοί (μαζί με τον Κάρολο Α΄ Tocco) κατέκτησαν το Αργυρόκαστρο, με αποτέλεσμα το γένος των Ζενεβισαίων να υποστεί διωγμό. Πρόκειται για δεύτερο μεταναστευτικό κύμα (μετά από εκείνο του 1404/05) στην Πελοπόννησο: οι ρακένδυτοι και μαστιζόμενοι από ασθένειες Ζενεβισαίοι, αφού περιπλανηθούν στην Ήπειρο θα περάσουν τελικά στην Πελοπόννησο[33] 3. ότι μπήκαν στην Πελοπόννησο Αλβανικοί πληθυσμοί προερχόμενοι από την Αττική και την Εύβοια[34]
Η πρώτη θεωρία, την οποία αποδέχονται οι περισσότεροι ερευνητές, φαίνεται μάλλον η πιθανότερη. Κι αυτό, για τον εξής λόγο: όταν οι Τούρκοι, το 1393, κατέστρεψαν το σερβικό πριγκιπάτο της Θεσσαλίας, είναι πολύ πιθανόν να άσκησαν πιέσεις στους αλβανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Αυτοί οι πληθυσμοί, κατά συνέπεια, φαίνεται ότι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς και είναι αυτοί τους οποίους βρίσκουμε μερικά χρόνια αργότερα (1404-5) στρατοπεδευμένους στον Ισθμό της Κορίνθου.
Και για έναν επιπλέον λόγο: οι Αλβανοί, τους οποίους βλέπει στον Ισθμό ο Μανουήλ Παλαιολόγος[35] , έτοιμους να μπουν στο δεσποτάτο του Μυστρά, δε μπορεί να ήταν οι Αλβανοί της Αττικής και της Εύβοιας, γιατί τότε θα είχε αδειάσει ο αλβανικός πληθυσμός των περιοχών αυτών, πράγμα που απλούστατα δε συνέβη. Αντίθετα, αυτό συνέβη στη Θεσσαλία, η οποία εκκενώθηκε εντελώς από κάθε αλβανικό στοιχείο. Οι Αλβανοί την εγκατέλειψαν και μόνο σπανιότατα ιστορικά τεκμήρια μαρτυρούν το πέρασμά τους από εκεί.
Συμπληρωματικά, αξίζει να αναφερθεί κατά τα μέσα του 14ου αιώνα είχε ήδη συντελεστεί η δημιουργία δύο περιορισμένων αλβανικών «κρατιδίων». Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη του Αχελώου (1358 ή 1359), ο αρχηγός των Αλβανών, Κάρολος Θώπια, νίκησε στην Αιτωλία το δυσαρεστήσαντα τους Αλβανούς, Νικηφόρο Β΄ Άγγελο. Επακόλουθο αυτής της νίκης υπήρξε η ίδρυση δύο μικρών αλβανικών πριγκιπάτων, το ένα στην Άρτα, από τον Πέτρο Λιόσα και το άλλο στο Αγγελόκαστρο[36] από τον Γκιν Μπούα Σπάτα[37].
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Έχοντας, πλέον, σχηματίσει μία σφαιρική εικόνα για το γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι μετακινήσεις των Αλβανικών πληθυσμών, μπορούμε να εξετάσουμε τα γενεσιουργά αίτια[38] αυτών των μετακινήσεων.
Τα αίτια αυτά είναι:
Η έκρηξη και ραγδαία εξάπλωση του «Μαύρου Θανάτου», δηλαδή της πανώλης, και η δημογραφική κρίση που συνεπέφερε[39]. Οι παράλιες ή πεδινές περιοχές εξασθενούσαν δημογραφικά, ενώ οι Αλβανοί, καλά προφυλαγμένοι στις δύσβατες ορεινές περιοχές, απέκτησαν το πλεονέκτημα της πληθυσμιακής ευρωστίας και έσπευσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των εύθραυστων δημογραφικά κρατικών μορφωμάτων της εποχής˙ η Βενετία, για παράδειγμα εφάρμοσε αρκετά συχνά ανάλογα εποικιστικά προγράμματα, προσελκύοντας εύκολα εποίκους με τις ιδιαιτέρως ελκυστικές φοροαπαλλακτικές ρυθμίσεις που υποσχόταν.
Θεωρίες του Cvijić[40] : Σύμφωνα με αυτές, το πολιτικό πλαίσιο στις περιοχές όπου κατοικούσαν οι αλβανικοί πληθυσμοί αποτέλεσε μεταναστευτικό αίτιο. Το πλαίσιο αυτό οριοθετείται από τους σκληρούς και διαρκείς αγώνες ανάμεσα σε Βυζαντινούς, Λατίνους (Ανδεγαυούς – Νορμανδούς - Βενετούς) και Σέρβους για την κυριαρχία στη ΝΔ Βαλκανική. Οι τελευταίοι, μάλιστα, με τη στερέωση της κυριαρχίας τους στην περιοχή το 13ο και 14ο αιώνα, δεν αποκλείεται να οδήγησε σε μετανάστευση Αλβανούς χωρικούς ή τυχοδιώκτες που ως πολεμιστές προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στους Σέρβους ηγεμόνες[41] . Επιπροσθέτως, ο Cvijić απέδωσε στο Αλβανικό γένος δύο σημαντικότατα προτερήματα: τη «γονιμότητα» και τον «ισλαμισμό». Και σε αυτό το σημείο, ωστόσο, ο Παναγιωτόπουλος αμφισβητεί τη «γονιμότητα» ως θετικό παράγοντα[42] , από δημογραφικής άποψης.
Αλλαγές που εισήχθησαν στο καθεστώς της γαιοκτησίας και που είχαν στόχο τη δημιουργία φεουδαλικής εξουσίας, θεωρούνται επίσης παράγοντας ώθησης σε μεταναστευτική κίνηση. Οι Ανδεγαυοί, δηλαδή, προσπάθησαν να εισαγάγουν δυτικές φεουδαρχικές δομές, αυτούσιες, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε αναγκαστική μετανάστευση τους φτωχότερους αλβανικούς πληθυσμούς.
Άλλο αίτιο υπήρξε η κατά καιρούς άσχημη αντιμετώπιση από τους τοπικούς άρχοντες. Στα αίτια επίσης περιλαμβάνεται και η Οθωμανική κατάκτηση καθώς και οι τροποποιήσεις που επέφεραν οι Οθωμανοί στο διοικητικό σύστημα των κατακτημένων περιοχών. Όλα αυτά, βέβαια, αναφέρονται σε μεταγενέστερη εποχή, δηλαδή στο 15ο αιώνα. Κατά τον Παναγιωτόπουλο[43] , ο ποιμενικός, ευκαιριακά νομαδικός και συχνά ληστρικός χαρακτήρας των αλβανικών φύλων αποτελεί την κύρια αιτία της μεταναστευτικής τους κίνησης. Νεότεροι ερευνητές εντάσσουν την αλβανική περίπτωση σε μια συνολικότερη μεταναστευτική κίνηση που παρατηρείται στα Βαλκάνια του τέλους του μεσαίωνα και τη διερευνούν μέσα από μία υποτιθέμενα μεγάλη δημογραφική έκρηξη[44] των αλβανικών φύλων.
ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΙ
Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, μία περίοδο έντονης δημογραφικής ερήμωσης εξαιτίας των λιμών, των λοιμών και των πολέμων, οι εποικισμοί ήταν το κατεξοχήν μέτρο των διαφόρων κρατικών μορφωμάτων της εποχής με το οποίο επιδίωκαν την πληθυσμιακή ανασυγκρότηση των περιοχών που είχαν πληγεί, είτε από την πανώλη, είτε είχαν υποστεί τις οδυνηρές συνέπειες των πολεμικών συγκρούσεων. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που μας απασχολεί και, κυρίως, το 15ο και 16ο αιώνα, έχουμε εγκατάσταση αλβανών εποίκων, ως αποτέλεσμα της εποικιστικής πολιτικής των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών: των Βυζαντινών δεσποτών, της Βενετίας και των Φράγκων ηγεμόνων.
Μεγαλύτερη επιτυχία στην προσέλκυση των Αλβανών εποίκων είχαν οι Βυζαντινοί και οι Βενετοί, μολονότι οι δεύτεροι είχαν να αντιμετωπίσουν την απόκεντρη θέση και την περιορισμένη έκταση των κτήσεών τους που δεν επέτρεπε την απορρόφηση μεγάλου αριθμού μεταναστών (πλην της Εύβοιας). Ο πιο επιτυχημένος εποικισμός ήταν εκείνος της Εύβοιας, στα μέσα του 14ου αιώνα, σε ένα νησί, δηλαδή, του οποίου τόσο η γεωγραφική θέση (γειτνίαζε με την ηπειρωτική Ελλάδα όπου μόλις είχε εγκατασταθεί ένα άρτι αφιχθέν κύμα αλβανικών πληθυσμών), όσο και η έκτασή του βοήθησε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία να προσελκύσει ομάδες Αλβανών, αντιμετωπίζοντας έτσι την ερήμωση του νησιού λόγω της πανώλης. Οι Βενετοί ήταν πάντοτε οι πιο γενναιόδωροι από όσους επιχειρούσαν να προσελκύσουν εποίκους και φυσικά οι Αλβανοί μετανάστες που αναζητούσαν νέα πατρίδα είχαν κάθε λόγω να προσελκύονται από τα προνόμια με τα οποία συνόδευαν κάθε νέα εποικιστική πρόσκλησή τους. Μάλιστα, γύρω στα 1425, οι Βενετοί κατάφεραν, με γενναίες υποσχέσεις και φοροαπαλλακτικά μέτρα, να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό αλβανών εποίκων από τη Στερεά προς την Εύβοια, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Τοσκανός δούκας των Αθηνών, Antonio Acciaiuoli, να αποστείλει έντονες διαμαρτυρίες προς το Συμβούλιο των Δέκα, σχετικά με αυτόν τον «εκμαυλισμό»[45] . Η απάντηση της Βενετίας σε αυτά τα παράπονα του Τοσκανού, είναι ενδεικτική της σημασίας που απέδιδε στην εποικιστική πολιτική της: απάντησε με διπροσωπία, ότι δήθεν δε γνώριζε τίποτα και για να κερδίσει χρόνο, καθησύχαζε τον Acciaiuoli ότι σκοπεύει να ερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΕΞΑΣΤΙΣΜΟΣ & ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η πολιτική των αρχών, οι οικονομικές συνήθειες και ανάγκες, η οικολογία και η γεωμορφολογία ήταν μερικοί από τους παράγοντες που επηρέασαν την εγκατάστασή τους των πληθυσμών αυτών στα νέα εδάφη.
Ως νομαδικά και πολεμικά-ληστρικά φύλα χρειάζονταν ελεύθερες και ενιαίες εκτάσεις κατάλληλες για τις μετακινήσεις τους, καθώς οι δεσμοί τους με τη γη και τις «στατικές» δραστηριότητές τους ήταν πολύ χαλαροί, τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση με τους ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν κάποια έστω στοιχειώδη βιοτεχνία, οι αλβανικοί πληθυσμοί ήταν ολοκληρωτικά αγροτικού χαρακτήρα.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι το αγροτικό σύστημα της χώρας είχε υποβαθμιστεί, τα αγροτικά προϊόντα σπάνιζαν μονίμως. Εφόσον οι Αλβανοί ήταν κυρίως νομάδες κτηνοτρόφοι, υποθέτουμε ότι η έλλειψη αγροτικών προϊόντων τούς ανάγκασε να ασχοληθούν με τη γεωργία. Αλλιώς θα ήταν υποχρεωμένοι να τα προμηθεύονται με αντάλλαγμα τα ζώα τους, πράγμα που θα σήμαινε «άνιση ανταλλαγή» (αν και αυτός ο όρος αποτελεί αναχρονισμό), οικονομικά επιζήμια για την ομάδα. Είναι δε ιδιαζόντως παράδοξος ο βρόγχος των οικονομικών σχέσεων που δημιουργούσαν οι συνθήκες: οι οικονομικές συνθήκες τους οδηγούσαν σε μετακίνηση, κατόπιν η μετακίνηση έφερνε επάρκεια και από κει οδηγούνταν σε γεωργικές δραστηριότητες[46] και, κατά συνέπεια, στη μόνιμη εγκατάσταση.
Ο Σπ. Ασδραχάς συμπεραίνει μετά από εξέταση φορολογικών καταστίχων ότι το εισόδημα της αλβανικής οικογένειας από τη γεωργία θα πρέπει να ήταν αισθητά χαμηλότερο από της ελληνικής[47] . Κάτι τέτοιο συνεπάγεται το δευτερεύοντα ρόλο των γεωργικών δραστηριοτήτων των Αλβανών, χαμηλό βαθμό ένταξης τους στο αγροτικό σύστημα της χώρας και, βέβαια, τον προσωρινό χαρακτήρα των οικισμών τους. Η εγκατάστασή τους στη Θεσσαλία τους έδωσε τη δυνατότητα να μετατραπούν σταδιακά από νομάδες σε ημινομάδες και μετακινούμενους κτηνοτρόφους.
Ο χρονογράφος των Τόκκων τους χαρακτηρίζει «χοιροβοσκούς», ένας χαρακτηρισμός που «παραπέμπει στο βελανίδι κι επομένως σε κτηνοτροφία που χρειαζόταν σκληρή τροφή, προφανώς αιγοπροβατοτροφία»[48]. Πρόκειται δηλαδή, για εξαιρετικά άπορους ποιμένες, οι οποίοι συνήθιζαν να μετακινούνται διαρκώς καθώς βασίζονταν για την επιβίωσή τους στην υποτυπώδη κτηνοτροφία τους. Η Ψιμούλη τους περιγράφει ως εξής: «φτωχοί ημινομάδες, θέριζαν τον τόπο απ’ όπου πέρναγαν, εξαντλούσαν τα πάντα και συνέχιζαν τη μετακίνηση. Η εξάρτηση τους άλλωστε ως ημινομάδων από τα γεωργικά προϊόντα προκαλούσε τη λεηλασία της καλλιεργημένης γης γύρω από τις οχυρές πόλεις[49] , στερώντας τις τελευταίες από τα παραγωγικά τους αγαθά»[50].
Αναφορικά, τώρα, με την οικονομική και επαγγελματική σύνθεση του αλβανικού στοιχείου μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα τους αλβανικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί στη Βενετία και Ραγούζα: το 14ο-15ο οι Αλβανοί είναι ναυτικοί, φουρνάρηδες, ξυλουργοί, ράφτες και κυρίως υπηρέτες (famuli, fanti, fanteleschi)[51], όταν δε δεσμεύονται από αυστηρότατα συμβόλαια μαθητείας ή δε χρησιμοποιούνται από το ίδιο το Κράτος για την εκτέλεση των πιο «βάναυσων» εργασιών που συχνά είναι επικίνδυνες, όπως π.χ. του ταχυδρόμου[52]. Όμως η ανάπτυξη είναι ραγδαία: η αλβανική παροικία της Βενετίας στα 1504 είναι αρκετά πλούσια, ώστε να έχει τη δυνατότητα να αναθέτει στον Carpaccio τη διακόσμηση της αίθουσας συνεδριάσεων της σκόλας[53] τους.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι σε εκείνον τον κόσμο, του φθίνοντα μεσαίωνα, η θρησκεία[54] και η γλωσσική πλαισίωση παραμένουν όροι απαραίτητοι για την προσαρμογή του πληθυσμού που μετανάστευσε στη χώρα υποδοχής.
Στην Ιταλική χερσόνησο οι Αλβανοί (όπως και οι Σλάβοι) είναι όλοι τους Δαλματοί ή άτομα που ήλθαν από την κεντρική και βόρεια Αλβανία, ζώνες που είχαν γίνει εξολοκλήρου καθολικές από τις αρχές του 14ουαι. Πρόκειται λοιπόν για μετανάστες οι οποίοι, όπου κι αν πάνε, δε φοβούνται καθόλου τη θρησκευτική απομόνωση στη δύση - κάτι που δεν απέφυγαν οι ορθόδοξοι Έλληνες[55] . Τη μετανάστευση προς την Ιταλία δεν θα αποφύγουν και πολλοί αλβανοί κληρικοί, οι οποίοι μαζί με φραγκισκανούς, δομινικανούς κτλ ιερείς, κατά τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης της Αλβανίας, θα εκδιωχθούν ή θα αναγκαστούν να μετακινηθούν, καθώς θεωρούνται από τους Τούρκους συνεργαζόμενοι με τον εχθρό[56] .
Επομένως, η θρησκεία, σε συνδυασμό με τη γλωσσική προσέγγιση αποτελούν στοιχεία σημαντικά για την εξώθηση σε μετανάστευση και για την δυνατότητα προσαρμογής στους νέους τόπους. Ειδικά ως προς το δεύτερο, ας μην ξεχνάμε ότι σπάνια υπάρχει μνεία για διερμηνείς της αλβανικής γλώσσας, πράγμα που πρέπει να μας λέει πολλά για τις πιθανότητες προσαρμογής των Αλβανών εποίκων στο νέο περιβάλλον[57]. Συνεπώς, λιγότερο καλοί υποψήφιοι για μετανάστευση ήταν οι ορθόδοξοι Έλληνες, οι οποίοι τόσο γλωσσικά όσο και θρησκευτικά ένιωθαν «ξένοι» προς τους «λατίνους» και δεν είχαν κανένα λόγο να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, στις οποίες καθοδηγούνταν από τους πνευματικούς τους ποιμενάρχες. Αντιθέτως, οι Αλβανοί και οι Δαλματοί, εγκαταλειμμένοι καθώς ήταν στην πατρίδα τους από τους θρησκευτικούς τους ταγούς, ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς να ενσωματωθούν σε ένα ξένο πολιτισμικό περιβάλλον που τους ήταν όμως ταυτόχρονα και οικείο.
Στην ελλαδική χερσόνησο, στις αρχές του 14ου αιώνα, οι παράκτιες περιοχές είχαν προσηλυτιστεί στον καθολικισμό ενώ οι φατρίες που κατοικούσαν στα ορεινά παρέμεναν πιστές στην ορθοδοξία.
Σχετικά με τη θρησκευτική νοοτροπία της αλβανικής αριστοκρατίας αξίζει να αναφέρουμε το εξής σημαντικό στοιχείο: το 1390 ο Εβρενός Μπέης, περνώντας από την Άρτα καθ’ οδόν προς τα Ιωάννινα, δέχεται την υποταγή του Γκιν Μπούα Σπάτα και παίρνει ως αιχμάλωτο τον εγγονό του, ο οποίος αργότερα εμφανίζεται στις πηγές με το όνομα Γιακούμπ[58]. Η μετονομασία αυτή υποδηλώνει τον εξισλαμισμό του εγγονού και την ένταξή του στο σύστημα των gulam[59]. Ο Η. Ιnalcic αναφέρει ότι στις αρχές του 15ου αιώνα οι περισσότεροι αλβανοί ηγεμόνες είχαν στείλει, ως υποτελείς, τα παιδιά τους στην αυλή του σουλτάνου, όπου ανατρέφονταν ως πραγματικοί Οθωμανοί. Γίνονταν έτσι, σκλάβοι, “Kul” του σουλτάνου και αναλάμβαναν σημαντικές θέσεις στο στρατό και τη διοίκηση. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του συστήματος των gulam «εξοθωμάνιζε», κατά κάποιο τρόπο, την αλβανική αριστοκρατία.
ΔΙΚΤΥΑ
Σχετικά με τα δίκτυα το μόνο που μπορούμε να αναφέρουμε, καθώς οι πηγές τις εποχής είναι πολύ πενιχρές σχετικά με τέτοια «σύγχρονα» ζητήματα, είναι κατά την άφιξή τους στην Ιταλία πολλοί μετανάστες δε γνωρίζουν ούτε ιταλικά, ούτε λατινικά. Έτσι, είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν στις υπηρεσίες ενός διερμηνέα, ο οποίος είναι συνήθως μέλος της οικογένειας το οποίο είχε εγκατασταθεί παλαιότερα. Τέτοιες μαρτυρίες δείχνουν ότι, καθ’ ομοίωση των συγχρόνων μας μεταναστών, οι οικογένειες στέλνουν στο μέτωπο πραγματικούς ανιχνευτές - ιχνηλάτες που τους προλειαίνουν το έδαφος και τους κάνουν να έρθουν την καταλληλότερη στιγμή[60].
ΈΝΝΟΙΑ «ΞΕΝΟΥ»: ΕΞΑΣΤΙΣΜΟΣ – ΕΝΤΑΞΗ – ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ
Στην Ιταλία οι Αλβανοί μετανάστες αντιμετωπίζουν διττή μεταχείριση. Στις Marche και στην βόρεια Ιταλία οι αλβανοί θα πετύχουν αρκετά εύκολα την ένταξή τους στην αγροτική παραγωγή και εκμετάλλευση και στην αστική βιοτεχνία, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκτήσουν, πράγμα όχι ιδιαίτερα σύνηθες, το δικαίωμα του πολίτη. Παράλληλα, σε πόλεις όπως το Rimini, η Brescia, το Bergamo οι Αλβανοί είναι συνήθως ταχυδρόμοι, στρατιώτες και αρκετά συχνά οι έμπιστοι του πρίγκιπα. Αντίθετα, στις περιοχές του Fano και του Pesaro, η καταπιεστική πολιτική των Malatesta τους μετατρέπει ή μάλλον τους διατηρεί σε έναν κατώτερο αστικό πληθυσμό[61].
Για έξω λοιπόν από την περιοχή των Βαλκανίων τα αρχεία τονίζουν την εξαθλίωση των Αλβανών μεταναστών. Για τη νοοτροπία ενός Βενετού του 15ου αιώνα, και μόνο το όνομα «Αλβανός» σημαίνει μία κοινωνική στάθμη ιδιαιτέρως χαμηλή: τον Ιούλιο του 1461 κάποιος Carlo da Venezia πέτυχε να καταδικαστεί σε πρόστιμο 2 λιβρών ένα άτομο που θεωρούσε ότι είχε προσβάλει βάναυσα τη γυναίκα του, απευθύνοντάς της τη βαριά ύβρη «είσαι αλβανή»[62]. Πέραν, όμως, της κοινωνικής περιφρόνησης, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις Αλβανών που πέφτουν - κατάσταση ευρέως διαδεδομένη την εποχή εκείνη - θύματα ενός απάνθρωπου δουλεμπορίου.
Ο χρονογράφος του Χρονικού των Τόκκων υπογραμμίζει τη διαφορά αλβανών - ελλήνων:
«Επίστευσαν ‘ς τα Ιωάννινα είναι αρβανιτζέλια χοιροβοσκοί παρόμοιοι τους και να τους προσκυνήσουν
και κει ήσαν άρχοντες Ρωμαίοι, στρατιώτες ανδρειωμένοι»[63] .
Ο Αλβανός της εποχής εκείνης, λοιπόν, παρουσιάζεται από το «Χρονικό των Τόκκων» ως μέλος μιας καθυστερημένης και πρωτόγονης κοινωνίας άπορων, ρακένδυτων και εξαθλιωμένων ανθρώπων, αμέτοχων οποιασδήποτε πολιτισμική εξέλιξης. Κατά την Ψιμούλη, - και αυτό είναι κάτι που αναφέραμε μιλώντας και για την οικονομία - «ο χαρακτηρισμός τους από τον χρονογράφο ως “χοιροβοσκών” παραπέμπει στο βελανίδι κι επομένως σε κτηνοτροφία που χρειαζόταν σκληρή τροφή, προφανώς αιγοπροβατοτροφία»[64].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είδαμε, λοιπόν, ότι οι Αλβανοί κατά το 14ο και 15ο αιώνα, διείσδυσαν σταδιακά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, ως έμπειροι κτηνοτρόφοι – νομάδες, με πολύ καλή γνώση των στοιχείων εκείνων που θα τους έκαναν να επιλέξουν τους πλέον κατάλληλους τόπους για την άσκηση της βιοποριστικής τους εργασίας. Υποχρεωμένοι από τις σκληρές συνθήκες σε διαρκή αναζήτηση ιδεωδών βοσκοτόπων, ακόμη και σε μέρη που δεν ευνοούσαν τις δραστηριότητές τους, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εκείνες που, σε συνδυασμό με την ενασχόλησή τους με πολεμικές δραστηριότητες - για λόγους άμυνας -, συνέβαλαν στη δημιουργία μικρών χωριών διάσπαρτων στον ελλαδικό χώρο. Μία δομή που - σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο - «χρονολογείται από το 15ο αιώνα» και της οποίας κοινωνικο-οικονομικοί συντελεστές υπήρξαν οι αλβανοί μετανάστες[65]. Ειδικά για την Πελοπόννησο, ο Παναγιωτόπουλος δεν κρύβει τον εντυπωσιασμό του για την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα των 12.000 ψυχών που σταθμεύουν μαζικά στον Ισθμό, έτοιμοι να μπουν στη χερσόνησο, με την εικόνα που συναντούμε λίγες δεκαετίες αργότερα «με έναν αλβανικό πληθυσμό διάσπαρτο και κατακερματισμένο»[66] και σε μεγάλο βαθμό αφομοιωμένο ή μάλλον προσαρμοσμένο στο νέο περιβάλλον.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι αφενός μεν η κατά φύλα οργάνωσή τους (μία οργάνωση που τους επέτρεψε να κατέβουν ως ομάδες στον ελλαδικό χώρο) αφετέρου δε η εγκατάλειψη σταδιακά της ενδογαμίας θα τους κάνουν να αφομοιωθούν σε τέτοιο βαθμό κατά τους δύο τελευταίους προεπαναστικούς αιώνες, ώστε, όταν αυτή ξεσπάσει, να μην ξεχωρίζουν από τους Έλληνες.
Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι πάρα πολλοί από τους αγωνιστές της Επανάστασης του ’21 ήταν Αρβανίτες. Ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Μιαούλης και η Μπουμπουλίνα αποτελούν τα λαμπρότερα, αλλά όχι τα μόνα, παραδείγματα[67]. Πολλοί μάλιστα, μιλούσαν με δυσκολία τα ελληνικά. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει - σε καμία περίπτωση - ότι δεν ήταν Έλληνες. Το αντίθετο, μάλιστα. Ήταν τόσο Έλληνες που μάχονταν με απαράμιλλο σθένος για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, δίνοντας και τη ζωή τους ακόμα.
Επομένως, η ιστορία μας διδάσκει, και η ιστορία πάντοτε έχει κάτι να μας διδάξει, όταν δεν την αγνοούμε, ότι ένας λαός (στην περίπτωσή μας, ο ελληνικός λαός) που υποδέχεται πλήθη μεταναστών, χάρη στην αφομοιωτική δύναμή του, δεν έχει κανένα λόγο να νιώθει φόβο, ανασφάλεια ή μίσος για αυτούς τους «ξένους» που τόση αναστάτωση και τόσα προβλήματα δημιουργούν με την αναγκαστική μετακίνησή τους. Είδαμε, ότι όπως συμβαίνει και σήμερα, έτσι και τότε, σε κείνη τη μακρινή εποχή, ο ελλαδικός χώρος κατακλύστηκε από «ξένους», από «μετανάστες», από «διαφορετικούς». Ίσως μάλιστα σε εκείνη την εποχή τα πράγματα να ήταν πολύ πιο δύσκολα και οι συνθήκες πιο πιεστικές απ’ ότι είναι σήμερα.
Σήμερα, οι απόγονοι αυτών των «ξένων» είναι οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, οι ομοεθνείς μας, οι συμπατριώτες μας, πιθανόν εμείς οι ίδιοι. Κάποιος που φέρει το επώνυμο Λιάπης, Γκέκας, Κόλλιας είναι πολύ πιθανόν να κατάγεται από αυτούς τους «ξένους» του 14ου αιώνα. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός, πιστεύει ακράδαντα ότι είναι, και θέλει και οι άλλοι να πιστεύουν, ότι αυτός είναι Έλληνας. Διότι είναι Έλληνας! Όπως Έλληνας ήταν και ο μεγάλος μας Καραϊσκάκης και η μεγάλη μας Μπουμπουλίνα. Όπως Έλληνας θεωρεί ότι είναι και ο γράφων, ο οποίος φέρει ένα κατά τα φαινόμενα «ελληνικότατο» επώνυμο, μολονότι υπάρχουν απίστευτα πολλές πιθανότητες, ερευνώντας το γενεαλογικό του δέντρο, να ανακαλύψει ότι κατάγεται από κάποιον ρακένδυτο Αλβανό «πρόσφυγα» του 14ου αιώνα ή κάποιον Αλγερινό κουρσάρο του 16ου. Τις αλήθειες αυτές μας εμποδίζει να δούμε ο εξωφρενικός μύθος της «βιολογικής» συνέχειας ενός έθνους, της συνέχειας του «αίματος», που είναι εξόφθαλμα ψευδής. Για να είσαι Έλληνας, δε χρειάζεται να είσαι απευθείας απόγονος του Περικλή. Μπορεί να είσαι απευθείας απόγονος του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και να είσαι το ίδιο «Έλληνας» όπως όλοι οι άλλοι[68].
Ολοκληρώνοντας τις παραπάνω σκέψεις, ίσως το ακόλουθο χωρίο από τον Ducellier να είναι η ιδανική κατακλείδα:
«Έλληνες και Αλβανοί κατάφεραν, μέσα από αντιπαραθέσεις και συμβιβασμούς, να καταλήξουν σε μια κοινή ζωή, όπου συμφωνούσαν στα ουσιώδη. Και είναι, ίσως, αυτό ένα από τα πρώτα μαθήματα που μας δίδαξαν κατά τη διάρκεια της πιο σκοτεινής περιόδου της ιστορίας τους, εμποδίζοντάς μας να απελπιστούμε για τα σύγχρονα Βαλκάνια. Άλλο ένα μάθημα, που πρέπει να συλλογίζεται ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός, όταν του συμβαίνει να αντιμάχεται την ιδέα ότι, κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του, πολλά ετερογενή στοιχεία συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σημερινής του οντότητας, είναι ότι, χωρίς να αλλοιωθεί ο προφανής ελληνικός χαρακτήρας του, αυτά τα μεταναστευτικά κύματα μπόρεσαν να χειραγωγηθούν και τελικά να ενσωματωθούν σ’ αυτόν χάρη στην εκπληκτική αφομοιωτική δύναμή του. Το γεγονός αυτό αποτελεί μία από τις ομοιότητές του με το γαλλικό λαό, ο οποίος στις μέρες μας τρομάζει υπερβολικά, καθώς βλέπει τόσους ξένους να συγκεντρώνονται στο έδαφός του»[69].
Κι αυτό, ασφαλώς, είναι ένα μήνυμα που θα πρέπει να προβληματίσει την ελληνική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα.
Kώστας Πνευματικός
Υποσημειώσεις
Ducellier, 1986, σελ. 24.
Πούλος, 1950, σελ. 1-2.
Εμφανίζονται στις βυζαντινές πηγές. Ως λαός γενικά υπάρχει από τα αρχαία χρόνια (μαρτυρείται σε κείμενα του Πτολεμαίου).
Ducellier, 1986, σελ. 20.
Πούλος, 1950, σελ. 7-8.
Στις πηγές αναφέρονται ως Αλβανοί, Αρβανίτες, Αλβανίτες και Ιλλυριοί (Πούλος, 1950, σελ. 8). Το όνομα «Αλβανός» προέρχεται από τη λέξη «αλμπάν» (αλμπάνης στα ελληνικά, ναλμπάν στα τουρκικά) που σημαίνει πεταλωτής και γιατρός αλόγων (Μπίρης, 1998, σελ. 21). Οι Αλβανοί αυτοαποκαλούνται «Σκιπετάρ» και τη χώρα τους τη λένε «Σκιπερία» που σημαίνει «χώρα του αετού».
Μπίρης, 1998, σελ. 26 -- Ducellier, 1994, σελ. 16.
Σκουλίδας, 1998-1999, σελ. 278-279.
Δε θα μας απασχολήσει, στα πλαίσια της παρούσας μελέτης, η συγκεκριμένη μετανάστευση.
Ducellier, 1994, σελ. 13.
ό.π., σελ. 15.
ό.π., σελ. 18.
Ειδικότερα, ο Τίτος Π. Γιοχάλας (Γιοχάλας, 1993, σελ. 10 κ.ε.) αναφέρει 3 μεταναστευτικές φάσεις προς την Ιταλία που είχαν ως αποτέλεσμα τη
1. δημιουργία των ελληνικών και αλβανικών χωριών της Κ. Ιταλίας και Σικελίας:
1) Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και κυρίως τη λήξη της συμμετοχής του Σκεντέρμπεη (τον οποίο ο πάπας Κάλλιστος ΙΙΙ χαρακτήρισε «αήττητο στρατιώτη και αθλητή του Χριστού») στον αγώνα των Ναπολιτάνων εναντίον των Ανδεγαυών το 1461.
2) Με το θάνατο του Σκεντέρμπεη το 1468 και την κατάληψη της Κρόιας από τους Τούρκους (1478).
3) Και έχουμε και μία 3η φάση που αναφέρει ο Γιοχάλας - είναι αυτή που στο χάρτη 1 απεικονίζεται με διακεκομμένες παύλες και κουκίδες και συμπίπτει με την πέμπτη φάση της παρούσας μελέτης.
Γιοχάλας, 1993, σελ. 10.
Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης (όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι): Αλβανός ήρωας, γιος του Ιβάν Καστριώτη. Γεννήθηκε γύρω στα 1403 και πέθανε στα 1468. Πέρασε τα εφηβικά του χρόνια στην αυλή του σουλτάνου (για τον Σκεντέρμπεη βλ. Σούλης, 1980, σελ. 444-457 και Πούλος, 1950, σελ. 7).
Γιοχάλας, 1993, σελ. 10.
Κόλλιας, 1992, σελ. 200.
Μπίρης , 1998, σελ. 53.
Ducellier, 1994, σελ. 14. -- Παναγιωτόπουλος , 1985, σελ. 78 -- Κόλλιας, 1992, σελ.129.
Ο Ι. Πούλος (1950, σελ. 14), αντίθετα θεωρεί πιθανότερο έτος εγκατάστασης των Αλβανικών φύλων στη Θεσσαλία, το 1315.
Με τη γνώμη αυτή του Παναγιωτόπουλου (1985, σελ. 76) συμφωνεί και η Ψιμούλη (1995, σελ. 18), χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, το δρόμο αυτό «εξαιρετικά βατό».
Σκουλίδας, 1998-1999, 282-283, Βακαλόπουλος, 1961-80, σελ. 28 κ.ε.. Ο ίδιος μελετητής αναφέρει ότι εκτός των δύο αυτών «οδών» υπάρχει και το από τα βυζαντινά χρόνια γνωστό πέρασμα Ζυγού - Μετσόβου, το οποίο προκάλεσε διχογνωμία στους ιστορικούς, για το αν, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε από τους Αλβανούς της Θεσσαλίας για να εισβάλλουν στην Ήπειρο και την Ακαρνανία ή από τους Αλβανούς της Ηπείρου για να εισδύσουν στη Θεσσαλία.
Ducellier, 1986, σελ. 14 -- Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 78 -- Κόλλιας, 1992, σελ. 129.
Πούλος, 1950, σελ. 13. -- Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 78.
«Μεγάλη Βλαχία» ονομαζόταν λόγω του μεγάλου αριθμού Βλάχων που κατοικούσαν στην περιοχή. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι – σύμφωνα με τον Γ. Σούλη – οι επιμειξίες Αλβανών και Βλάχων ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο. Για τη «Μεγάλη Βλαχία» βλ. Σούλης, 1980, σελ. 109-117.
Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 84.
Σκουλίδας, 1998-99, σελ. 284 -- Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ.80.
Δηλαδή, να εγκατασταθούν ως έποικοι με ειδικά προνόμια, π.χ. απαλλαγή φορολογίας για το πρώτο διάστημα κτλ.
Σκουλίδας, 1998-1999, σελ. 284 -- Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 80 -- Βακαλόπουλος τ. Α, σελ. 30 κ.ε. -- Μπίρης , 1998, σελ. 89 -- Κόλλιας, 1992, σελ. 131.
Μπίρης , 1998, σελ. 88.
Πολύτιμες πληροφορίες για αυτό το θέμα μας παρέχει ο λόγος που συνέθεσε ο Μανουήλ Παλαιολόγος, σε μορφή επικήδειου, για τον αδερφό του Θεόδωρο. Για αυτό το έργο βλ. Σπ. Λάμπρος, «Μανουήλ Παλαιολόγου Λόγος επιτάφιος εις τον αυτάδελφον αυτού Δεσπότην πορφυρογέννητον κύρ Θεόδωρον», Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά 3, 1926. (από την παραπομπή αρ. 1 στο Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 81).
Οι Σπ. Λάμπρος και Ι. Πούλος υιοθετούν την άποψη ότι η πρώτη παρουσία Αλβανών στην Πελοπόννησο, πρέπει να έλαβε χώρα κατά τα έτη της βασιλείας του Μανουήλ Καντακουζηνού, δηλαδή ανάμεσα στα έτη 1348-80 (Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 81).
Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 88 -- Σκουλίδας, 1998-99, σελ. 286 -- Ψιμούλη, 1995, σελ. 43.
Μπίρης, 1998, σελ. 55.
Σπ. Λάμπρος, «Μανουήλ Παλαιολόγου Λόγος επιτάφιος εις τον αυτάδελφον αυτού Δεσπότην πορφυρογέννητον κύρ Θεόδωρον», Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά 2, 1926, σελ. 41-41 (από Κόλλιας, 1992, σελ. 131).
Πρόκειται για τη σημερινή Αιτωλία. Το πριγκιπάτο αυτό θα διατηρηθεί μέχρι το 1405, οπότε και θα καταλυθεί από τον κόμητα της Κεφαλληνίας, Κάρολο Α΄ Tocco.
Μπίρης, 41998, σελ. 23, 59 -- Ψιμούλη, 1995, σελ. 25.
Τα αίτια αυτά αναφέρονται στο Σκουλίδας, 1998-1999, σελ. 278-280.
Για το θέμα αυτό, της δημογραφικής ερήμωσης, βλ. Ε.Α.Μπιμπίκου «Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα» [επιμ. Σπ. Ασδραχάς]). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παναγιωτόπουλος δε δέχεται την πανώλη ως αίτιο της πληθυσμικής αραίωσης (Ψιμούλη, 1995, σελ. 17).
Για τις θεωρίες του Cvijić, αναφορικά με τα αίτια των αλβανικών μεταναστεύσεων βλ. Jovan Cvijić, La Péninsule Balkanique. Geographie Humaine, Paris 1918, σελ. 90-94 (από την παραπομπή 10 στο Σκουλίδας, 1998-1999, σελ. 279).
Τη θεωρία αυτή του Cvijić, αμφισβητεί ως τρωτή ο Παναγιωτόπουλος, χαρακτηρίζοντάς την «αρχέτυπο, ιδιαίτερα προσφιλές στους γεωγράφους και τους ρομαντικούς ιστορικούς των Βαλκανίων του 19ου αιώνα» (Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 74).
Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 72.
ό.π., σελ. 69.
Και σε αυτήν τη θεώρηση ο Παναγιωτόπουλος (1985, σελ. 69) εγείρει πολλές ενστάσεις, ιδιαίτερα ως προς την υπόθεση της «δημογραφικής έκρηξης».
Μπίρης, 1998, σελ. 111 -- Κόλλιας, 1992, σελ. 131.
Οι δεσπότες του Μορέως καλούν Αλβανούς στα εδάφη τους, όχι μόνο για να αναζωογονήσουν την κτηνοτροφία, αλλά και γιατί γνωρίζουν τη δεξιότητά τους στη γεωργία.
Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 98-99.
Ψιμούλη, 1995, σελ. 35.
Τα Ιωάννινα για παράδειγμα, πολιορκημένα από τα αλβανικά φύλα των Σπάτα και των Μαλακασαίων, δε θα μπορέσουν να σοδιάσουν για 3 χρόνια. Λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα, οι κτήσεις του Καρόλου Tocco θα υποφέρουν διαρκώς από τις συνεχείς λεηλασίες και αρπαγές κοπαδιών. Για τη δεινή κατάσταση που επικρατούσε στις περιοχές αυτές βλ. Ψιμούλη, 1995, σελ. 36 --Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 79 -- Ducellier, 1994, σελ. 22.
Ψιμούλη, 1995, σελ. 35-36.
Ducellier, 1986, σελ. 34-35.
Ο Ducellier (ο.π. σελ 34) αναφέρει εντυπωσιασμένος πόσοι πολλοί Αλβανοί εξασκούν το δύσκολο επάγγελμα του ταχυδρόμου στη Βενετία.
Ducellier, 1986, σελ. 35.
Είναι αυτονόητο ότι για εκείνες τις μακρινές εποχές, που χαρακτηρίζονται από το φαινόμενο της σπάνιδος δημογραφικών δεδομένων, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς στοιχεία για τη θρησκευτική σύνθεση του πληθυσμού. Υπό τύπον παραλληλισμού και μόνον για να δώσουμε μία ενδεικτική εικόνα στον αναγνώστη, αξίζει να αναφέρουμε τη σύνθεση του εθνοτικού και θρησκευτικού χάρτη της σημερινής Αλβανίας (απογραφή 1993): επί συνόλου 3.422.000 κατοίκων, το 77% είναι Αλβανοί, το 20% Έλληνες, και ένα 4% λοιποί. Όσον αφορά δε, τη θρησκευτική σύνθεση, μετά από μισό περίπου αιώνα αθεϊκού κομμουνιστικού καθεστώτος, έχουμε: 70% μουσουλμάνους (από τους οποίους 55% σουνίτες και 15% μπεκτασίδες), 20% ορθοδόξους και 10% καθολικούς. Τα παραπάνω στοιχεία βρίσκονται στο: Ευστράτιος Χ. Ζεγκίνης, Γενίτσαροι και Μπεκτασισμός. Γενεσιουργοί παράγοντες του βαλκανικού Ισλάμ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 369 - 378.
Ducellier, 1986, σελ. 41.
Και πάλι αντίθετα από τους ορθόδοξους Έλληνες καθώς, όπως τονίζει ο Ducellier, ο ορθόδοξος κλήρος σπανίως φεύγει μπροστά στους εισβολείς (ό.π., σελ. 42).
Ο Ducellier (ο.π. σελ 42-43) αποδίδει αυτό το γεγονός στο ότι οι Αλβανοί είχαν πριν την μετακίνησή τους, μία, έστω στοιχειώδη, γνώση της ιταλικής γλώσσας.
Ψιμούλη, 1995, σελ. 42.
Gulam ή Kul ονομάζονταν οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι εξισλαμίζονταν και αποκαθιστούσαν σχέσεις προσωπικής αφοσίωσης στον κύριό τους. Ο θεσμός ανάγεται στην περίοδο της εξάπλωσης των Σελτζούκων, εποχή κατά την οποία ο όρος δήλωνε τους χριστιανούς που αναλάμβαναν θέσεις στο στρατό ή την ιεραρχία των Σελτζούκων.
Ducellier, 1986, σελ. 36
ό.π., σελ. 35.
ό.π., σελ. 33.
Ψιμούλη, 1995, σελ. 35.
ό.π., σελ. 35-36.
Παναγιωτόπουλος, 1985, σελ. 100.
ό.π.
Κόλλιας, 1992, σελ. 437 κ.ε.
Καμιά φορά, ίσως και περισσότερο από όλους τους άλλους˙ όλους εμάς, δηλαδή, τους «γνήσιους» γηγενείς Έλληνες, που είχαμε το προνόμιο, το τυχαίο συμβάν της γέννησής μας να λάβει χώρα σε έδαφος που κάποια διεθνής συνθήκη έθεσε εντός της επικράτειας του επίσημου ελληνικού κράτους και όχι σε κάποια αλησμόνητη πατρίδα εκτός των συνόρων μας. Όπως για παράδειγμα οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες που έχουν το διττό ατυχές προνόμιο να λοιδορούνται ως «Έλληνες» στην Αλβανία και ως «Αλβανοί» στην Ελλάδα. Κανείς όμως δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι νιώθουν και είναι Έλληνες με όλη τη σημασία της λέξης.
Ducellier, 1994, σελ. 50.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξάκης, Ε., Τα παιδιά της σιωπής. Οικογένεια, συγγένεια και γάμος στους Αρβανίτες της ΝΑ Αττικής – Λαυρεωτικής (1850 – 1940), Αθήνα 1996.
Βακαλόπουλος, Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. I – V, Θεσσαλονίκη 1961-1980.
Ducellier, A., «Δημογραφία, μεταναστεύσεις και πολιτισμικά σύνορα από τα τέλη του Μεσαίωνα στη νεώτερη εποχή», Τα Ιστορικά, τ. 3 (1986), σ. 19-44.
Ducellier, A., Οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος – 15ος αι.). Η μετανάστευση μιας κοινότητας, μτφρ. Κατερίνα Νικολάου, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1994.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδ. Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Θ΄, Ι΄, ΙΑ΄. Αθήνα 1974.
Κόλλιας, Α., Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων. Ιστορική, λαογραφική, πολιτιστική, γλωσσολογική επισκόπηση, Αθήνα 1992.
Μπίρης, Κ. Η., Αρβανίτες. Οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού, Αθήνα 1998.
Παναγιωτόπουλος, Β., Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου (13ος-18ος αιώνας), Ιστορικό Αρχείο. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1985.
Πούλος, Χ. Ι., Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν, Αθήνα 1950.
Ψιμούλη, Β., Σούλι και Σουλιώτες. Οικονομικά, κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα. Δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1995.
Σκουλίδας, Γ. Η., «Μετοικεσίες αλβανόφωνων στον ελλαδικό χώρο». Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 33 (1998-1999), σ. 277 – 290.
Σούλης, Γ., Γεώργιος Σούλης (1927-1966). Ιστορικά μελετήματα. Βυζαντινά, Βαλκανικά, Νεοελληνικά. Αθήνα 1980.
Ζεγκίνης, Χ. Ευ., Γενίτσαροι και Μπεκτασισμός. Γενεσιουργοί παράγοντες του βαλκανικού Ισλάμ, έκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου