Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα. Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψειτην επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη.
Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του Άργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του Άργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση. Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί.
Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς.
Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.
Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.
Τη νύχτα στις 12 Μαΐουο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι.
Το κυρίως τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων.
Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού. Σους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ' αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.
Το τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλώνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα ελληνικά ταμπούρια. Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα.
Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,.ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.
Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται "του Κολοκοτρώνη το βουνό") αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, "Μπάρμπα - Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ' όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ' όλα". Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.
Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.
Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: "Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους". Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να 'χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα". Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση.
Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.
Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: "Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας".
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου