Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Η σπαρτιατική κοινωνία

Συστατικό στοιχείο της ζωής της Σπαρτιατικής κοινωνίας, υπήρξε η λιτότητα.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής, αποτελούσαν τα φιδίτια ή συσσίτια. Επρόκειτο για κοινά γεύματα που κατ' ουσία αποτελούσαν συνεστιάσεις στρατοπέδου, ένας θεσμός πολιτικοστρατιωτικός ο οποίος στόχευε στην τόνωση των δεσμών μεταξύ των Λακώνων. Ο λιτός βίος, σφυρηλάτησε το σωματικό αλλά πρώτιστα το ψυχικό σθένος των Σπαρτιατών, επιτυγχάνοντας τη σκληραγώγησή τους.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Λυκούργος, 12. 3) τα κοινά γεύματα επιβάρυναν έκαστο των πολιτών, στη δωρική δε διάλεκτο ονομάζονταν "ανδρεία" διότι απευθύνονταν αποκλειστικά στον ελεύθερο άρρενα πληθυσμό. Τα συσσίτια διεξάγονταν με την προσφορά του "μέλανος ζωμού", η δε συμμετοχή τους σ' αυτά ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την απονομή σε έναν Λάκωνα πολιτικών δικαιωμάτων, όπως θα δούμε και παρακάτω. Η λιτότητα ήταν ένα στοιχείο σύμφυτο προς τους Δωριείς, η οποία κυριαρχούσε σε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού βίου των Λακεδαιμονίων. Οι κατοικίες των Λακώνων ήταν λιτές, καθώς κατασκευάζονταν με ένα μόνο πέλεκυ και ένα πριόνι. Η χλιδή ήταν άγνωστη στη σπαρτιατική κοινωνία και ως εκ τούτου δεν υφίστατο και διαφθορά. Οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να έχουν κοσμήματα, ενώ επίσης η κραιπάλη αποτελούσε φαινόμενο ενάντιο προς τα λακωνικά ήθη. Εν γένει οι Λάκωνες ήταν λιτοί, τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο. Οι νεκροί θάβονταν μέσα στην πόλη, αλλά η επίδειξη υπέρμετρης λύπης και οιμωγών, δεν ήταν επιτρεπτή. Ο νεκρός θαβόταν τυλιγμένος σε έναν κόκκινο μανδύα, με λίγα φύλλα ελιάς, χωρίς συνοδεία άλλων αντικειμένων. Οι ιερείς και οι ιέρειες που σκοτώνονταν κατά την διάρκεια πολέμου, δικαιούνταν την αναγραφή των ονομάτων τους επί των μνημάτων. Μοναδική εξαίρεση γινόταν για τους βασιλείς, οι οποίοι κηδεύονταν με τιμές ηρώων, εν μέσω υπερβολικού πένθους. Η αποστολή του ανδρός στην Λακωνική Πολιτεία ήταν να εκπαιδευθεί κατά τρόπο ώστε να γίνει ένας καλός στρατιώτης, της δε γυναίκας να ανταποκριθεί στον φυσικό της προορισμό, εκπληρώνοντας τα καθήκοντα της καλής μητέρας, της τροφού νέων οι οποίοι θα αναδεικνύονταν σε καλούς και σε άξιους στρατιώτες. Βασική αντίληψη των Λακεδαιμονίων ήταν ότι ο Σπαρτιάτης ανήκει στην Πολιτεία, η οποία και είναι υπεύθυνη για την διαπαιδαγώγηση και εν γένει για την εκπαίδευσή του.

Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη, ίσταται υπεράνω όλων, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις αλλά και τα δικαιώματα των Λακεδαιμονίων. Η αυστηρότητα των Νόμων εναρμονίζεται προς το λιτό και αυστηρό πρότυπο ζωής το οποίο η Λακωνική Πολιτεία εμφορεί στα μέλη της, διαμορφώνοντας μία κοινωνία υποδειγματικών πολιτών και συνάμα αφοσιωμένων στρατιωτών. Η σπαρτιατική νομοθεσία εδράζεται στους κανόνες του Λυκούργου, ο οποίος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ( «Απολογία» Fr 533 και «Πολιτικά» 1270 b) έζησε και νομοθέτησε κατά την περίοδο τελέσεως της πρώτης Ολυμπιάδας (777 π.Χ.). Από κοινού με τους βασιλείς Ίφιτο των Ηλείων και Κλεισθένη των Πισατών, ο Λυκούργος καθιερώνει την Ολυμπιακή εκεχειρία, την κατάπαυση δηλαδή των εχθροπραξιών, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λυκούργος δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά μία Θεϊκή μορφή, ενώ κατ' άλλους αποτελούσε διαβιβαστή των Θεϊκών εντολών. Κατά τον Πίνδαρο (514-438), οι Νόμοι της Σπάρτης δόθηκαν στον Λυκούργο από τον Πύθιο Απόλλωνα. Σχετική προς αυτή την παράδοση, αποτελεί η ρήση του δελφικού μαντείου "Θεοφιλής και Θεός μάλλον ή άνθρωπος" αποδίδοντας την κυρίαρχη αντίληψη περί του Λυκούργου.
Το νομοθετικό έργο που εισήγαγε, οδήγησε την Σπάρτη στην Ευνομία, γι' αυτό και οι συμπολίτες του τον τίμησαν δεόντως, ανεγείροντας του μάλιστα και Ναό ("τω δε Λυκούργω τελευτήσαντι ιερόν εισάμενοι σέβονται μεγάλως"). Οι ημέρες αποδόσεως τιμών προς τον Λυκούργο ονομάσθηκαν "Λυκουργίδες". Κυρίαρχο γνώρισμα του νομοθετικού έργου του, είναι ότι δεν εισήγαγε στην πόλη πληθώρα νόμων, αλλά θεσμών, με το σκεπτικό ότι οι νόμοι είναι ευμετάβλητοι, ενώ οι θεσμοί, συνιστώντας παραδόσεις, θα αποτελέσουν συνήθειες που θα καταστούν σύμφυτες προς τη ζωή των Λακώνων και θα εδραιωθούν αιώνια. Στα νομοθετήματά του εντάσσεται ο αναδασμός της γης καθώς και η κατάργηση των χρυσών και αργυρών νομισμάτων, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι αυτά αποτελούν αντικείμενο διενέξεων, καθώς και ότι ο πολύς πλούτος και η υπερβολική φτώχεια, αποτελούν το μέγιστο των νοσημάτων μίας Πολιτείας. Πραγματικά, η αντίληψη αυτή του Λυκούργου δικαιώθηκε από το γεγονός ότι μόλις ο Λύσανδρος απεκατέστησε την χρήση των πολυτίμων μετάλλων, το μεγαλείο της Σπάρτης σαρώθηκε, καθώς κυριάρχησε πλέον η απληστία και συνακόλουθα η διαφθορά. Η όλη φιλοσοφία του αποσκοπούσε να καταστήσει τη Σπάρτη πεδίο εφαρμογής μίας αντιλήψεως στη φύση της απλής, αλλά πρακτικής.

ΠΟΛΙΤΕΣ
Οι Λάκωνες που έφεραν την ιδιότητα του πολίτη, κατοικούσαν σε πέντε κώμες, οι οποίες συγκροτούσαν την Λακωνική Πολιτεία: Αμύκλαι, Κόνουρα, Λίμναι, Μεσόα και Πιτάνα. Ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν κατανεμημένος σε εκατό "πολίσματα", αποτελώντας τους περιοίκους. Οι Λάκωνες δεν επιδίδονταν σε αγροτικές και γενικότερα σε βιοποριστικές εργασίες, αλλά γυμνάζονταν ώστε να βρίσκονται σε ετοιμοπόλεμη κατάσταση. Ενίοτε, όπως βεβαιώνει ο Ξενοφών («Ελληνικά» 6.5.28), η Πολιτεία ανακήρυσσε ελεύθερο έναν είλωτα, όταν αυτός είχε πολεμήσει για τους σκοπούς της Σπάρτης και είχε επιδείξει στο πεδίο της μάχης γενναιότητα.
Στη Λακωνική Πολιτεία, προέχει το θάρρος και η Τιμή. Η απονομή των πολιτικών δικαιωμάτων σε έναν Σπαρτιάτη δεν γίνεται αυτοδικαίως. Αντίθετα, πρέπει ο Σπαρτιάτης να αποδείξει με το ήθος και τη γενικότερη στάση ζωής του ότι είναι άξιος να τα κατέχει. Για την απόκτηση των δικαιωμάτων που πολίτη, ο νεαρός σπαρτιάτης έπρεπε να διέλθει με επιτυχία μία εκπαιδευτική διαδικασία και επιπλέον όφειλε να εναρμονίζεται με τον λακωνικό τρόπο ζωής.Κατά τη νεανική του ηλικία, ο Λάκων ήταν υποχρεωμένος να αποτελεί μέλος ενός "συσσιτίου", επιδεικνύοντας παράλληλα το επιβεβλημένο θάρρος σε κάθε πολεμική εκστρατεία. Μέσα από αυτές τις δοκιμασίες, ο σπαρτιάτης κατανοούσε ότι τα δικαιώματα απορρέουν από ανάλογης εκτάσεως υποχρεώσεις. Έχοντας επίγνωση των προνομίων και των καθηκόντων του, λειτουργούσε πλέον ως ισορροπημένος πολίτης, έχοντας πραγματική επίγνωση της αποστολής του πολίτη, οπότε και ο τίτλος αυτός είχε ουσιαστικό περιεχόμενο, μη παρεχόμενος ασυλλόγιστα σε κάθε αλλότριο.
Η επίδειξη δειλίας στη μάχη, αποτελούσε τη χείριστη ατιμωτική πράξη. 0ι ριψάσπιδές αποκλείονταν από τη Λακωνική Πολιτεία, στερούμενοι παράλληλα του δικαιώματος να διεκδικήσουν κάποιο αξίωμα, ενώ όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος (Αγησίλαος, 30.3-4), ουδείς παραχωρούσε την κόρη του για γάμο με έναν ατιμασμένο. Ωστόσο, ακόμη και γι' αυτούς, η Πολιτεία είχε προνοήσει, παρέχοντάς τους μία ευκαιρία για εξιλέωση. Η αποκάθαρσή τους μπορούσε να συντελεσθεί, εφ' όσον επιδείκνυαν σε κάποια μεταγενέστερη πολεμική σύρραξη γενναιότητα και στρατιωτικό ήθος.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Ο Σπαρτιάτης, από της γεννήσεώς του μέχρι και τη στιγμή του θανάτου, ήταν ταγμένος να υπηρετεί την Πολιτεία. Με γνώμονα αυτή την αρχή, η αγωγή την οποία λάμβανε αποσκοπούσε στην προετοιμασία του γι' αυτόν τον σκοπό. Όταν ένα αγόρι ερχόταν στη ζωή, ο πατέρας του είχε την υποχρέωση να το στείλει για επιθεώρηση. Τα γηραιότερα μέλη της φυλής, διαπίστωναν την ευρωστία και την αρτιμέλεια του παιδιού, επιτρέποντας στους γονείς του να το αναθρέψουν. Σε εναντία περίπτωση, το εγκατέλειπαν στον Καιάδα, επαφιέμενο στην τύχη. Το βάραθρο στο οποίο εγκαταλείπονταν τα μη αρτιμελή νεογέννητα, στον Ταΰγετο, λεγόταν "Αποθέτες". Πρέπει δε να διευκρινιστεί ότι δεν θανατώνονταν, απλώς εγκαταλείπονταν ώστε είτε να πεθάνουν από έλλειψη φροντίδας, είτε να τα βρει κάποιος και να τα αναθρέψει, εκτός όμως του λακωνικού γένους. Η επιθεώρηση των νεογέννητων, γινόταν σε έναν χώρο ο οποίος ονομαζόταν "Λέσχη". Επρόκειτο για την περιοχή όπου οι Σπαρτιάτες συγκεντρώνονταν προκειμένου να επιδοθούν στις στρατιωτικές και αθλητικές τους ενασχολήσεις. Η συγκατάθεση των επιθεωρούντων, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη ενός παιδιού στη λακωνική φυλή. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Αγησίλαος, 12), ουδείς γονέας δεν εδικαιούτο να αναθρέψει το παιδί του, εάν δεν υπήρχε προηγουμένως έγκριση της Πολιτείας.
Εφ' όσον το αγόρι αποδεικνυόταν ότι ήταν αρτιμελές, οι γονείς το ανέτρεφαν έως τα επτά του έτη. Ακολούθως εντασσόταν σε ένα σύστημα δημοσίας εκπαιδεύσεως, η οποία ήταν γνωστή ως "Αγωγή". Έκτοτε, τα παιδιά ζούσαν σε ομάδες, οι οποίες διαρθρώνονταν σε ίλες και αγέλες και "βούες". Στην ηλικία των είκοσι ετών, η εκπαίδευση κορυφωνόταν και οι νέοι αποκαλούνταν πλέον "είρενες". Η σκληρή και συνεχής εκγύμναση, η λιτή διατροφή και ο λιτός ιματισμός, η διδαχή της καρτερικότητας και του σεβασμού, αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της "αγωγής" των Λακώνων. Οι στόχοι της εκπαιδευτικής αυτής διαδικασίας δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικοί, αλλά και ευρύτερα κοινωνικοί. Οι νέοι Σπαρτιάτες επιδίδονταν στην απόκτηση των αρετών, στην εμπέδωση δηλαδή της "αιδούς" (του σεβασμού) αλλά και της "πειθούς", δηλαδή της υπακοής. Για την εμπέδωση της αγωγής, η Πολιτεία είχε ορίσει υπευθύνους οι οποίοι ονομάζονταν "Παιδονόμοι" και ασκούσαν ηθοπλαστικό, μορφωτικό και εποπτικό έργο επί των παίδων. Το αξίωμα αυτό καταλάμβαναν άτομα διακεκριμένα από ηθικής, πνευματικής και σωματικής απόψεως. Οι παιδονόμοι στο έργο που καλούνταν να επιτελέσουν, επικουρούνταν από τους "μαστιγοφόρους", οι οποίοι ασκούσαν ρόλο φυλάκων και ελεγκτών της συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων νέων. Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραμάτιζαν οι είρενες, οι οποίοι ασκούσαν καθήκοντα βοηθού παιδονόμου. Ο αρχηγός όλων των ομάδων, μεριμνούσε για την στρατιωτική αγωγή, τις σωματικές ασκήσεις, τον χορό, τη μουσική και τη γραφή των νέων, εν ολίγοις μεριμνούσε για την σωματική, πνευματική και ηθική τους διάπλαση, με γνώμονα τις επιταγές της Πολιτείας.
Κάθε ίλη νέων, επέλεγε ως αρχηγό της τον, κατά γενική παραδοχή, άριστο μεταξύ των εκπαιδευομένων, ο οποίος επιφορτιζόταν με το έργο της οργανώσεως των αγώνων και των συσσιτίων. Προεξάρχουσα θέση στην ιεραρχία, έναντι των παιδονόμων, των μαστιγοφόρων και των ειρένων, κατείχαν οι Άρχοντες, οι οποίοι ήταν πολίτες Σπαρτιάτες, άνω των τριάντα ετών, με αντικείμενο των καθηκόντων τους την άσκηση γενικής εποπτείας και διοικητικού ελέγχου. Η νωχελικότητα, η φυγοπονία και η επίδειξη αδιαφορίας προς την πατρίδα, ήταν φαινόμενα άγνωστα στην αρχαία Σπάρτη, τα οποία και εάν ακόμη ενέσκηπταν, αντιμετωπίζονταν εν τη γενέσει τους με την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του αμφισβητία. Ένα μέτρο το οποίο εδραζόταν σε μία βάση απολύτως λογική, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν ηθικό και δίκαιο να αποφαίνεται περί των ζητημάτων της Πολιτείας, κάποιος ο οποίος εμπράκτως την υπονομεύει ή στην καλύτερα των περιπτώσεων αδιαφορεί για την τύχη αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πόλη της Σπάρτης πάντοτε παρέμενε ατείχιστη, και αυτό προκειμένου να μην εφησυχάζονται οι πολίτες της, και να μην παραμελούν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και το έργο της εκγυμνάσεως. Ο νέος εκείνος ο οποίος θα έφευγε από την Πολιτεία δίχως να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και επέστρεφε αργότερα, θα αντιμετώπιζε την θανατική ποινή.
Στην Αρχαία Σπάρτη, η αγωνιστική αντίληψη της ζωής έβρισκε την αποθέωσή της μέσα από την αντίληψη ότι η υπηρεσία και η προσφορά προς την Πατρίδα, έχει ισόβια διάρκεια και δεν εξαντλείται σε μία τυπική θητεία, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι άρρενες υποχρεούνταν να επιδίδονται σε στρατιωτική αγωγή, και να τίθενται σε στρατιωτική υπηρεσία έως και τα 60 τους έτη. Μέχρι αυτή την ηλικία, είχαν καθήκον να γυμνάζονται, και γενικά να τελούν σε καλή φυσική κατάσταση και ετοιμότητα, πρόθυμοι να αγωνισθούν "υπέρ βωμών και εστιών" μόλις κληθούν υπό τα όπλα. Τον πυρήνα του σπαρτιατικού στρατού, αποτελούσαν οι άρρενες μεταξύ 20 και 30 ετών. Από κάθε ομάδα, επιλέγονταν τρεις από αυτούς, στους οποίους και απονέμετο ο τίτλος του "υπαγρέτου". Καθένας από αυτούς, είχε το δικαίωμα να επιλέξει εκατό άνδρες, τους οποίους και έθετε υπό τις διαταγές του. Έτσι συγκροτήθηκε ένα σώμα από τριακόσιους άνδρες, οι οποίοι αποτελούσαν την επίλεκτη δύναμη της στρατιωτικής μηχανής της Σπάρτης. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, το σώμα αυτό ήταν και έφιππο. Αυτό ακριβώς το σώμα του Λακωνικού στρατού, έμεινε θρυλικό στην ιστορική μνήμη με την επωνυμία "Οι Τριακόσιοι", όταν υπό την αρχηγία του Βασιλιά Λεωνίδα, αντιτάχθηκαν στα περσικά στίφη, και μαζί με 700 Θεσπιείς, πολέμησαν "υπέρ βωμών και εστιών" και έπεσαν μέχρις εσχάτου, στην μάχη των Θερμοπυλών.

ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Η Πολιτεία των Λακεδαιμονίων είχε αναδείξει ως φορείς εξουσίας δύο βασιλείς, τη γερουσία με 28 μέλη, καθώς και το σώμα των 5 εφόρων. Η βασιλεία είχε κληρονομικό χαρακτήρα, σε αντίθεση προς τη γερουσία, η οποία αναδεικνυόταν από τον λαό. Οι βασιλείς ή "αρχαγέται", προέρχονταν από τα δύο γένη των Αγιαδών και των Ευρυπωτιδών. Το σύστημα της διπλής βασιλείας, αναγόταν στο απώτατο παρελθόν, ήταν δε αποτέλεσμα συμβιβασμού των Αχαιών και των Δωριέων, διασφαλίζοντας τη συνύπαρξή τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (Ε' 72), ότι όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης ο Α' ανήλθε στην Ακρόπολη, δήλωσε στην ιέρεια ότι έχει αχαϊκή και όχι δωρική καταγωγή . Τα μέλη της γερουσίας επιλέγονταν με γνώμονα την ηθική τους αρετή. Η αρμοδιότητά τους συνίστατο στην επιλογή των θεμάτων εκείνων, τα οποία θα συζητούσε η εκκλησία του δήμου, γνωστότερη ως Απέλλα. Η Απέλλα οφείλει την ονομασία της στον Απέλλωνα Απόλλωνα. Τέλος υπήρχαν οι πέντε Έφοροι, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, οι οποίοι είχαν ένα ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων, και η θητεία τους διαρκούσε για ένα έτος. Η διαφθορά των κρατικών λειτουργών ήταν σχεδόν άγνωστη, δεδομένου ότι ο χρυσός δεν είχε αξία στη Σπάρτη, διότι ίσχυε ένα καθεστώς ανταλλαγής προϊόντων, και δεν είχαν ιδιαίτερη επίδραση οι "αξίες της αγοράς".

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ
Όπως γνωρίζουμε από τις διασωζόμενες μαρτυρίες, η φιλοξενία ξένων, αρχικά, ήταν γνώρισμα ολοκλήρου του Ελληνικού Κόσμου, ιδιαιτέρως δε των Σπαρτιατών. Μάλιστα, όμνυαν και όρκο στον Ξένιο Δια. Όταν όμως οι Λακεδαιμόνιοι διαπίστωσαν ότι το μέτρο αυτό ενείχε κινδύνους αλλοιώσεως της φυσιογνωμίας, των ηθών και των εθίμων της Σπαρτιατικής Πολιτείας, θέσπισαν την ξενηλασία, δηλαδή την απαγόρευση φιλοξενίας ξένων στην πόλη τους. Το σκεπτικό υπό το οποίο επεβλήθη αυτό το μέτρο, εξηγεί ο Ξενοφών (Λακεδ. Πολιτεία, 14.4), αναφέροντας ότι υπαγορεύθηκε από την θέλησή τους να διαφυλαχθεί αμίαρος ο χαρακτήρας της Σπάρτης, και ανεπηρέαστος από ξένες συνήθειες. Ο Ηρόδοτος, αναφέρει ότι καθ' όλον τον ιστορικό βίο της Σπάρτης, κατεγράφησαν δύο και μόνο πολιτογραφήσεις αλλοδαπών. Αντίστοιχα, η έξοδος από την πόλη-κράτος ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους Σπαρτιάτες, προκειμένου να μείνουν ανεπηρέαστοι από ξένα ήθη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η Πολιτεία χορηγούσε ειδική άδεια αποδημίας.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΣΠΑΡΤΗ
Ο γυναικείος πληθυσμός της Σπάρτης αποκλειόταν από το στρατιωτικό λειτούργημα, διότι οι νόμοι της πόλεως προσδιόριζαν ως καθήκον τους την γέννηση και ανατροφή υγιών τέκνων. Η αγωγή των γυναικών δεν άγγιζε, ούτε καν προσέγγιζε, τα όρια αυστηρότητας εκείνης των ανδρών, διότι ο προορισμός και η αποστολή τους εντός της Πολιτείας ήταν διαφορετικής φύσεως. Αυτό βεβαίως δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως μία καταπίεση του γυναικείου φύλου, το αντίθετο μάλιστα. Η γυναικεία ελευθερία σε καμία άλλη πόλη του αρχαίου Ελληνικού Κόσμου δεν εκδηλώθηκε τόσο έμπρακτα, όσο στην Λακωνική Πολιτεία. Στη Σπάρτη, οι γυναίκες είχαν το αποκλειστικό προνόμιο, απ' όλες τις άλλες ελληνίδες, να γυμνάζονται ισότιμα με τους άνδρες και να κυκλοφορούν άνευ περιορισμών. Όπως γνωρίζουμε, ευγονικές μέθοδοι ίσχυαν και ως προς τις γυναίκες, οι οποίες άπτονταν του καθορισμού της υγείας των γυναικών και της καταλληλότητάς τους να φέρουν στον κόσμο υγιή παιδιά. Η ανατροφή των κοριτσιών εναπόκειτο στην κρίση και στη βούληση των γονέων τους, η μόνη δε υποχρέωσή τους ήταν να γυμνάζονται. Ουκ ολίγα κορίτσια, διακρίνονταν στο ακόντιο, στη ρίψη του δίσκου, στην πάλη, στο τρέξιμο και σε λοιπές αθλητικές δοκιμασίες, ενώ ενεργός ήταν η συμμετοχή τους, σε θρησκευτικά και καλλιτεχνικά δρώμενα. Σε όλες αυτές τις δραστηριότητες, τα κορίτσια συμμετείχαν και γυμνά, γεγονός πρωτόγνωρο και ασύλληπτο για άλλη πόλη-κράτος.
Ο γάμος ήταν θεσμός υποχρεωτικός, για όλο τον ελεύθερο και υγιή πληθυσμό. Οι νόμοι προέβλεπαν την τιμωρία όσων παντρεύονταν σε μεγάλη ηλικία, καθώς και των γυναικών εκείνων, που παντρεύονταν σε μικρή ηλικία. Ειδικές ποινές προβλέπονταν για τον "οψιγάμιον", καθώς και για τον "κακογάμιον". Ο Πλούταρχος (Λύσανδρος, 2), αναφέρεται στην περίπτωση του βασιλιά Αρχιδάμου, τον οποίο τιμώρησαν οι 'Έφοροι, διότι νυμφεύθηκε γυναίκα πολύ μικρής ηλικίας και συνεπεία τούτου του γεγονότος, δεν ήταν δυνατόν να γεννηθούν άρτια τέκνα.
Οι άνδρες που έμεναν ανύπανδροι, αντιμετώπιζαν ποινές και επιτιμήσεις, ενώ παράλληλα αποκλείονταν από την παρακολούθηση των "Γυμνοπαιδιών", τον δε Χειμώνα η Πολιτεία τους υποχρέωνε να βαδίζουν εντός κύκλου επί της αγοράς. Εκεί τραγουδούσαν ένα, μειωτικού χαρακτήρα τραγούδι, το οποίο ανέφερε ότι δικαίως υφίστανται αυτή την αντιμετώπιση.
Χαρακτηριστική των ηθών και των αντιλήψεων που επικρατούσαν στην Σπάρτη περί των αγάμων, είναι η περίπτωση του Στρατηγού Δερκυλίδα. Ο Δερκυλίδας, αν και διακεκριμένος στο πεδίο της μάχης, αντιμετωπιζόταν αρνητικά ως άγαμος, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε την επίδειξη μειωμένου σεβασμού προς το πρόσωπό του. Όταν λοιπόν ο στρατηγός Δερκυλίδας, θέλησε να καθίσει κάπου και τα καθίσματα ήταν κατειλημμένα από νέους, ο νέος στον οποίο απευθύνθηκε για να σηκωθεί, δεν του παραχώρησε τη θέση του, λέγοντάς του επιγραμματικά "Στρατηγέ δεν έχεις το γιο που θα δώσει το κάθισμά του σε εμένα".
Επειδή η αποστολή της οικογένειας στην Σπάρτη ήταν η γένεση υγιών παιδιών, ο άνδρας μπορούσε να συγκατατεθεί ώστε η γυναίκα του να συνευρεθεί με έναν άλλο Σπαρτιάτη, προκειμένου να προκύψει από την ένωσή τους ένα υγιές τέκνο, χωρίς αυτό να θεωρείται καθόλου επιλήψιμο.
Χρέος των νέων γενεών, ήταν να υπερβούν τους πρεσβυτέρους, σε γενναιότητα και σε πολεμικά κατορθώματα, όσο και σε ειρηνικά έργα. Υπόμνηση αυτού του στόχου, αποτελούσε και η υπόσχεση "Αμες δε γεσόμεθα, πολλώ κάρρονες" (εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας), την οποία έδιδαν οι έφηβοι στις μεγαλύτερες γενεές. Στα ειρηνικά έργα, εντάσσεται και η ανάπτυξη του Πολιτισμού, περί του οποίου ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά, καθώς η αρχαία Σπάρτη κείται θαμμένη κάτω από τη σύγχρονη πόλη, όχι βέβαια τυχαία...
Επιγραμματικά μπορεί να υποστηριχθεί, ότι τα χαλαρά έως και ελεύθερα ήθη, εντός φυσικών πάντοτε όμως πλαισίων, που ίσχυαν στην Αρχαία Σπάρτη, είχαν καταστήσει την πορνεία φαινόμενο άγνωστο, η δε ομοφυλοφιλία απαγορευόταν αυστηρώς δια νόμου. Ο εντοπισμός ομοφυλοφιλικού ή παιδεραστικού κρούσματος, είχε βαριές συνέπειες, και ο πέλεκυς του νόμου ήταν αμείλικτος. Η διάπραξη ομοφυλοφιλικών διαστροφών, είχε ως συνέπεια την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, και την εξορία ή την θανάτωση του διαπράξαντος τούτο. Ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 2. 13) αναφέρει ότι ο Λυκούργος είχε θεσπίσει αυστηρότατους νόμους, με σκοπό την αποτροπή εκδηλώσεως διατροφικών έξεων και "αισχρών επιθυμιών", χαρακτηρισμός με τον οποίο αποδίδεται κάθε παιδεραστικό φαινόμενο. Αναλόγως αποφαίνεται και ο Πλούταρχος (ΗΘικά, 237γ)

Ι. Χαραλαμπόπουλος στο "Απολλώνειο Φως", Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια :