Η διάλυση της χώρας ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν το δημόσιο χρέος παρελήφθη κάτω του 30% του ΑΕΠ και πριν κλείσει η δεκαετία είχε φτάσει στο 90% για να εξακοντιστεί λίγο μετά την ολοκλήρωση της τριακονταετίας, πάνω από το 160% του ΑΕΠ, στο υψηλότερο σκαλοπάτι πλην της Ιαπωνίας.
Ο αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο σ’ αυτό το διάστημα υπερδιπλασιάστηκε. Αν υπολογίσουμε και τις θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό με μη ανταγωνιστικά, αλλά κριτήρια διαπλοκής και πολιτικής πελατείας, τότε δεν μιλάμε απλά για ένα εκατομμύριο εργαζόμενους που πληρώνονται από φόρους και δάνεια, αλλά πολύ περισσότερους.
Π.χ. αν μόνο ο αγροτικός τομέας έχει επιδοτηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια με ποσά που συνολικά αθροίζουν περί τα 90 με 100 δισ. ευρώ, τότε μπορούμε να υπολογίσουμε πως το κρατικοδίαιτο κομμάτι της οικονομίας είναι πολύ μεγαλύτερο, απ’ αυτό που δείχνουν οι επίσημες στατιστικές.
Οι στατιστικές των συνδικάτων του δημοσίου και των κομμάτων με τα οποία έχουν συνάψει πελατειακές σχέσεις προσμετρούν τις 650-700 χιλιάδες του στενού πυρήνα των δημοσίων υπαλλήλων και με βάση αυτό το ποσοστό επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού, υπολογίζουν πως το ποσοστό της κρατικοδίαιτης οικονομίας είναι κοντά στο μέσο όριο της Ε.Ε.
Οι αγρότες επιδοτούνται από την Ε.Ε. με περισσότερα από 3 δισ. ευρώ το χρόνο, με βάση τα περσινά στοιχεία, ποσό που αναλογεί στο μισό περίπου του Αγροτικού Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος της χώρας.
Τα κριτήρια με τα οποία επιδοτούνται δεν διαφέρουν καθόλου με τα κριτήρια με τα οποία κάποιοι άλλοι διορίζονται στο δημόσιο, λαμβάνουν τις αυξήσεις, τα επιδόματα, τις προαγωγές, τις αναπηρικές συντάξεις. Ήτοι, τα κριτήρια των δικών μας παιδιών, των «κουμπάρων» και των λοιπών δυνάμεων της πελατοκρατίας και της κομματοκρατίας...
Η διαφορά στο κύκλωμα που μοιράζει τις αγροτικές επιδοτήσεις δεν είναι μικρότερη σε σχέση με τα κυκλώματα που λυμαίνονται πολεοδομίες, εφορίες και λοιπά ευαγή «περάσματα» των «Προκρούστηδων» και των «Σίνηδων» της ελληνικής δημόσιας διοίκησης...
Ένα χωριό περιφέροντας από στάση σε στάνη ένα κοπάδι από 100 κατσικοπρόβατα για να λαμβάνει επιδοτήσεις για υπερδεκαπλάσια «κεφάλια» είναι γνωστό...
Το ίδιο και η μαρμαρόσκονη στα φορτία επιδοτούμενου βάμβακος όπου ένα φορτίο πέρναγε και ξαναπέρναγε από την ίδια πλάστιγγα. Το μοτό μεταξύ των συνενόχων αυτών λωποδυσιών ήταν γνωστό: «Να περάσουν τα λεφτά τα σύνορα και θα βρούμε εμείς τον τρόπο να τα μοιραστούμε».
Ούτε οι ιδιώτες επιχειρηματίες των διάφορων αναπτυξιακών νόμων με κριτήρια διαφθοράς και πελατοκρατίας δημιούργησαν μια δυναμική τάξη επιχειρηματιών, πλην ελαχίστων που επεκτάθηκαν έξω...
Όσοι μιλάνε για νεοφιλελευθερισμό στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια, το πράττουν υπό το καθεστώς της «πρεσβυωπίας» που τους επιβάλει κάποια ιδεολογική αγκύλωση. Οι περισσότεροι το πράττουν επίσης για δημαγωγικούς λόγους καθώς η λέξη έχει φορτιστεί αρνητικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και δημιουργεί θετικά θυμικά αντανακλαστικά στα πλήθη των πελατών της κομματοκρατίας.
Απέχει όμως από την αλήθεια παρασάγγας. Στην Ελλάδα αυτό το κατασκεύασμα που χτίσθηκε μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά έλαβε το χρίσμα κάποιας μορφής εγχώριου παρασιτικού σοσιαλισμού, είναι κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν πελατειακός «καπιταλισμός» που μοιάζει σε πολλά σημεία με τον σοβιετικό κομματικό κρατισμό.
Η διαφορά του σοβιετικού οικονομικού συστήματος από αυτό των μεικτών οικονομιών της Ευρώπης είναι τα όρια του κράτους και των ιδιωτών στην οικονομία. Αν στην Ελλάδα οι επιδοτήσεις που μοιράζει το κράτος με κομματικά κριτήρια αντιπροσωπεύουν το 50% της Αγροτικού ΑΕΠ τότε γιατί ακριβώς μιλάμε; Προσθέστε και τις επιδοτήσεις των αναπτυξιακών, τις δαπάνες για δημόσια έργα κλπ κλπ.
Και όλα αυτά μοιράζονται με κομματικά, πελατειακά και εν ολίγοις παρασιτικά κριτήρια.
Η διαφορά του καπιταλισμού έγκειται στη λειτουργία της αγοράς. Όπερ, την αξιολόγηση του ποιος επιχειρηματίας θα ανταμειφθεί, την ορίζει ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Στην Ελλάδα, το ποιος θα γίνει επιχειρηματίας και ποιος όχι το ορίζει αυτός που μοιράζει τα κεφάλαια του αναπτυξιακού και όχι η αγορά. Αυτός είναι ένα λόγος της χαμηλής ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και όχι οι υψηλοί μισθοί των εργαζομένων.
Ομοίως, στα σοβιετικού τύπου συστήματα ήταν η κομματική γραφειοκρατία που μοίραζε στους πελάτες (κομματικά μέλη και στελέχη) τα «φιλέτα». Δεν ήταν η αγορά με κριτήρια αγοραίας αξιοκρατίας, αλλά η γραφειοκρατία με βάση την πίστη στο κόμμα, το «δόντι» στην ιεραρχία και τη ροπή στη διαφθορά.
Το ελληνικό πελατειακό μοντέλο των τελευταίων δεκαετιών έχει πολλές και καταπληκτικές ομοιότητες με το σοβιετικό. Είναι ένα οικονομικό μοντέλο μόνο κατ΄ όνομα καπιταλιστικό. Τα περί επέλασης του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα αποτελούν αστειότητες.
Στην Ελλάδα για λόγους πολιτισμικούς ακόμη και μετά την επικειμένη κατάρρευση του «σοβιετικού» μοντέλου, η επέλαση του «νεοφιλελευθερισμού» θα θυμίζει περισσότερο τα καθεστώτα κλεπτοκρατίας που ακολούθησαν την πτώση των σοβιετικών καθεστώτων παρά τα αγγλοσαξονικά μοντέλα της Δύσης. Είναι βαθύτερα πολιτισμικό το ζήτημα.
Ίσως να υπάρξει διαφορετική εξέλιξη, αν παραμείνουμε στο ευρώ και η Task Force του κ. Ραϊχενμπαχ καταφέρει να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις σε ένα κράτος δικαίου που θα θυμίζει Ευρώπη και όχι βαλκάνια του Ζίφκωβ και του Τσαουσέσκου... Αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο πλέον.
Η Ελλάδα λοιπόν όπως έχουμε ξαναπεί αποτελεί το τελευταίο σοβιετικό καθεστώς της Ευρώπης που καταρρέει.
Κ. Στούπας
capital.gr