Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Eλεύθερος χρόνος, χρόνος για ζωή.

Σχολαστικός ή περί του Ελεύθερου Χρόνου.
«Δεν μου περισσεύει ελεύθερος χρόνος» λέμε, και σε αυτή τη διατύπωση δίνουμε το ίδιο νόημα που αποδίδουν μελετητές και κοινωνιολόγοι όταν συνδέουν την έκφραση free time με την πρόταση time for living, δηλαδή ελεύθερος χρόνος, χρόνος για ζωή.
Loisir (Γαλλία), leisure (ΗΒ), non working time (ΗΠΑ), tempo libero (Ιταλία). Η αντίστοιχη ελληνική λέξη για τον ελεύθερο χρόνο είναι η «σχολή». Γράφει το λεξικό, σχολή σημαίνει ελεύθερος χρόνος, ανάπαυση, τεμπελιά, έλλειψη απασχόλησης, οκνηρία, μελέτη, διαλογική συζήτηση, σημαίνει ακόμα τον τόπο όπου αξιοποιείται ο ελεύθερος χρόνος, δηλαδή σχολείο, που σήμερα εννοείται μονάχα ως τόπος εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνο για διδασκαλία και μάθηση (ιδανικά).
Στην αρχαιότητα, αντίθετα, η σημασία της λέξης «σχολή» και του ρήματος «σχολάζω» ήταν γενικότερη. Ο Αριστοτέλης συλλογίστηκε για το νόημα της λέξης «σχολής» και το καθόρισε με βάση την αντίθεση δουλειάς – ελεύθερου χρόνου. Αν και σήμερα φαίνεται ‘αναρχικό’, το 350 π.χ. ο Αριστοτέλης διακήρυσσε ότι «Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι το τέλος της δουλειάς, αντίθετα, η δουλειά είναι το τέλος του ελεύθερου χρόνου. Αυτός πρέπει να αφιερώνεται στη τέχνη, στην επιστήμη και, κατά προτίμηση, στη φιλοσοφία.» Ηθικά Νικομάχεια
Η δουλειά είναι το «μη έχειν», το να μην έχεις χρόνο, να μην έχεις τον εαυτό σου, να μην έχεις ευτυχία.
Η γνώμη του Αριστοτέλη είναι ότι η ουσιαστική ποιότητα του ανθρώπου, η «ανθρωπιά» του βρίσκονται στην ιδιοποίηση του χρόνου του. «Το αγαθό είναι ατομικό, δεν παραχωρείται», και ο πλούτος δεν είναι το αγαθό που αναζητούμε: στην πραγματικότητα είναι αγαθό μόνο για όσους αποσκοπούν στο κέρδος, γι αυτούς είναι ένα μέσο για την απόχτηση κάτι άλλου. Σήμερα, έλεγε ο Α. είναι παιδαριώδες να κουραζόμαστε για να διασκεδάζουμε, να διαλέγουμε δηλαδή αυτή ή την άλλη ενασχόληση για να αποκτήσουμε κάτι άλλο. Όλα τα πράγματα τα διαλέγουμε με κάποιο απώτερο στόχο εκτός από την ευτυχία.: αυτή είναι όντως ο σκοπός, είναι το να μην προσδοκούμε όσα δεν κατέχουμε. Η ευτυχία λοιπόν συνίσταται στην πνευματική ενατένιση, τη μόνο δραστηριότητα που μας συγκινεί με την αυταξία της: πράγματι, από αυτή δεν προέρχεται κανένα αποτέλεσμα εκτός από την ίδια την ενατένιση, την προσήλωση, ενώ από τις πρακτικές δραστηριότητες κερδίζουμε πάντα κάτι λιγότερο ή περισσότερο σπουδαίο, εκτός από την ίδια τη δραστηριότητα.
Η δραστηριότητα της ενατένισης είναι η νοητική δραστηριότητα, η πνευματική ζωή, η φιλοσοφία, η καθαρή αναζήτηση, οτιδήποτε δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε χρήσιμο αλλά χρησιμεύει για να βιώνουμε με τον υψηλότερο τρόπο τον ελεύθερο χρόνο μας, δηλαδή τον προσωπικό μας χρόνο, το απαραχώρητο προσωπικό μας αγαθό, την προσωπική μας ζωή.
Η ελληνική φιλοσοφία εξετάζει τον άνθρωπο στις ελεύθερες ώρες του, η αντίθεση δουλειάς και ελεύθερου χρόνου είναι ταυτόσημη με την διαίρεση της κοινωνίας σε ελεύθερους ανθρώπους και δούλους. Σήμερα η πολιτική οικονομία ασχολείται με τον εργαζόμενο και όχι με τον άνθρωπο στις ώρες που δεν εργάζεται, επηρεασμένη τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Μαρξ, αφήνει αυτόν τον τομέα στην ποινική δικαιοσύνη, στους γιατρούς, στη θρησκεία, στους πίνακες της στατιστικής και στην πολιτική.
Γράφει ο Πλάτων στους Νόμους: σε καιρό ειρήνης ο καθένας πρέπει να περνά τη ζωή του όπως μπορεί καλύτερα. Ποιος είναι ο σωστός τρόπος λοιπόν; Πρέπει να ζήσει με συγκεκριμένα παιχνίδια και συγκεκριμένες τελετουργίες, τραγουδώντας και χορεύοντας, για να εξευμενίσει τους θεούς, ώστε να αποκρούει τους εχθρούς και να τους νικά στις μάχες.
Ο Giordano Bruno προσπαθεί να συμβιβάσει την ανθρώπινη και προσγειωμένη αντίληψη του Αριστοτέλη με την λατρευτική, θρησκευτική και μεταφυσική αντίληψη του Πλάτωνα.
Ο Giordano αποκαλεί την εργασία «περίεργη κούραση»… Η περίεργη κούραση διαίρεσε τον κόσμο και τον μετέφερε στη εποχή του σίδερου, της λάσπης και της πέτρας, έθεσε τους λαούς σε ιλιγγιώδη τροχιά και τους οδήγησε στην πτώση, αφού προηγουμένως τους ανύψωσε στην αλαζονεία και στο πάθος του νεωτερισμού. Αποκομμένος ο άνθρωπος από την αεργία της παθητικής ενατένισης (που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου παθητική, αφού όλη η γνώση του ανθρώπου είναι καρπός του ελεύθερου χρόνου), ο άνθρωπος της Αναγέννησης αισθάνεται περίφοβος, προαισθανόμενος τους νέους καιρούς όπου οι σιδερένιοι νόμοι της παραγωγής θα κυριαρχήσουν, ο ανελέητος ανταγωνισμός θα διαχωρίσει άτομα και έθνη και η ανθρώπινη εργασία θα φαίνεται χωρίς τέλος, χωρίς σκοπό που να τη δικαιώνει.
Και ακολουθεί ο συμβιβασμός του Giordano στα λόγια της θείας καταδίκης (με πολύ κόπο θα παίρνεις την τροφή σου από τη γη σε όλη σου τη ζωή!) γράφοντας «…την αξιέπαινη και τιμητική τεμπελιά που πρέπει να κάθεται στον ίδιο θρόνο με την φροντίδα, γι αυτό και ο κόπος πρέπει να εξυπηρετεί την τεμπελιά και η τεμπελιά πρέπει να προσαρμόζεται με τον κόπο».
Σήμερα κινούμαστε ακόμα υπό την φώτιση της θρησκείας, σε αυτή τη γη ο άνθρωπος δεν δικαιούται παρά να δουλεύει συνέχεια για να αναπαυθεί με το θάνατο. Όλες οι αντιλήψεις που αντιτάσσονται σε αυτή την οπτική αποτελούν ουτοπίες ή ‘αναρχίες’.
Όλες οι γνωστές ουτοπίες «ουμανιστών» έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, διατηρούν την δουλειά!!!.
Πλάτων, Πολιτεία: η σχολή ισχύει μόνο για τα παιδιά, και για τους νέους, ο υπόλοιπος χρόνος μοιράζεται ανάμεσα στην εργασία και τις ιεροτελεστίες.
Tomaso Moro: στις 54 πολιτείες της ουτοπίας του Moro όλοι εργάζονται έξι ώρες την ημέρα.
Campanella, Πόλη του Ήλιου: οι εργάσιμες ώρες είναι μόνο τέσσερις, προσαρμοσμένες στην αντίληψη «δουλειά αντίστοιχη με την κλίση του καθένα».
Ρ. Όουεν, New Harmony: μειωμένες ώρες εργασίας στα εργοστάσια, δηλαδή μόνο δέκα(!) χρησιμοποιώντας παιδιά 11 και 12 ετών. Θεωρήθηκε ανανεωτής και επαναστάτης επειδή απέκλεισε από τη δουλειά παιδιά κάτω των 10 ετών.
Σ. Φουριέ: τα φαλαστήρια προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το θέμα ευχάριστη εργασία και ποικιλία στη δουλειά, έτσι οι άνθρωποι αλλάζουν δουλειά κάθε δύο ώρες και όσο πιο ευχάριστη είναι τόσο λιγότερο αμείβονται.
Προυντόν: προτείνει τη λύση της μερικής απασχόλησης και της εξειδίκευσης, ανοίγοντας τον δρόμο στη βιομηχανία των hobby και της διασκέδασης.
Τι λέει όμως ο Πατέρας των Συνδικαλιστών; Κεφάλαιο, Καρλ Μαρξ: «Τι είναι μια εργάσιμη ημέρα; Είναι λιγότερο από μια κανονική μέρα της ζωής μας. Πόσο λιγότερο;» Έτσι ο Μαρξ και οι ακόλουθοί του δεν προσπαθούν να ελευθερώσουν τον άνθρωπο από την δουλειά αλλά ως ενδιάμεσοι χονδρέμποροι να διαπραγματευτούν τον ελεύθερο χρόνο, το υπέρτατο ανθρώπινο αγαθό. Γι αυτό το λόγο είναι πάντα επίκαιρος και σημείο αναφοράς.
Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση της δουλειάς γίνεται το 1630 στις ΗΠΑ, και από τότε μέχρι και σήμερα οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται. Από τότε μέχρι και σήμερα κανείς δεν διανοήθηκε να αφαιρέσει την εργασία από τον άνθρωπο, το αίμα που χύθηκε δεν υπήρξε ποτέ αίμα ελευθερίας αλλά αίμα τιμής πώλησης, πόσο ακριβά θα πουλήσουμε τον χρόνο μας.
«Αλλά ξάφνου, υψώθηκε η φωνή του εργάτη, που σώπαινε μέσα στο φρενήρη ρυθμό και το βουητό της παραγωγικής διαδικασίας… Απαιτώ μια φυσιολογική ημέρα δουλειάς, το απαιτώ, δεν σε παρακαλώ να με λυπηθείς (καπιταλιστή), γιατί σε θέματα χρημάτων δεν χωρά συναισθηματισμός. Εσύ μπορεί να είσαι υπόδειγμα πολίτη, μπορεί να είσαι και μέλος της Ένωσης για την προστασία των ζώων από τη βαναυσότητα, μπορεί να’ σαι ακόμα και άγιος, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύσεις για μένα δεν είναι ένα πλάσμα με καρδιά, ο χτύπος που ακούω είναι της δικής μου καρδιάς. Απαιτώ μια κανονική εργάσιμη ημέρα, γιατί απαιτώ την αμοιβή για το εμπόρευμά μου, όπως κάθε πωλητής.»
Αυτά γράφει στο Κεφάλαιό του ο Μεγάλος Πατέρας, ξεφτιλίζοντας στο έπακρο την ανθρώπινη ύπαρξη και το σημαντικότερο, ακυρώνοντας οποιαδήποτε πραγματική προσπάθεια ελευθερίας.
Τα μόρια του χρόνου είναι η βάση του κέρδους δηλώνουν οι άνθρωποι του κεφαλαίου και ο εργάσιμος χρόνος έγινε η παγκόσμια μονάδα μέτρησης: ο χρόνος ίσον χρήμα, Φραγκλίνος Βενιαμίν
Θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα, βαρεθήκαμε πια να δουλεύουμε άσκοπα…
Να σκεφτόμαστε μόνο την επιβίωση χωρίς λίγη ώρα να ονειρευτούμε.
Θέλουμε να χαρούμε τον ήλιο και τα λουλούδια.
Αυτό είναι θέλημα Θεού είμαστε σίγουροι.
Θέλουμε τις οκτώ ώρες.
Και ενώνουμε τις δυνάμεις μας και φωνάζουμε από τα γιαπιά, τα μαγαζιά, τα εργοστάσια,
οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες για ζωή και όνειρα.
Το τραγούδι των οκτώ ωρών του Ι. Γκ. Μπλανσάρ ακουγόταν την πρωτομαγιά του 1886 στις ΗΠΑ και στον Καναδά και από το 1890 πήρε παγκόσμια μορφή, ως λαϊκή κινητοποίηση με αίτημα το οκτάωρο ωράριο εργασίας με τις ευχές των πατέρων Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.
Θα αποφύγω την ιστορική αναδρομή στους «εργασιακούς αγώνες», γεγονός είναι ότι πριν τον ΙΙ παγκόσμιο πόλεμο το αίτημα των 40 ωρών εργασίας (5×8) είχε γίνει αποδεκτό από 24 κράτη και ήδη είχαν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για το 35ωρο, ο πόλεμος ακύρωσε όλες τις συμβάσεις και οι αγώνες άρχισαν εκ νέου μετά τον τέλος του πολέμου. Ακόμα και σήμερα το 40ωρο δεν είναι αποδεκτό σε πολλά κράτη και το 35ωρο είναι ένα «όνειρο».
Σήμερα, ακόμα και στις ταινίες/βιβλία επιστημονικής φαντασίας! δεν υπάρχει φωνή που να παρουσιάζει την πλήρη ελευθερία του ανθρώπου από την εργασία, δηλαδή μια κοινωνία Σχολαστικών, οι φορείς εξουσίας (σε παγκόσμιο επίπεδο) διεκδικούν είτε την μείωση του ωραρίου (35ωρο) είτε την αύξηση των αποδοχών. Όμως είναι ενδιαφέρον να καθοριστούν οι ομάδες που αντιστέκονται σε αυτά τα αιτήματα. Αυτές είναι οι εκκλησίες, οι πολιτικοί με δεκανίκια τις συνδικαλιστικές ενώσεις, και μεμονωμένα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που αδυνατούν να δουν τον εαυτό τους χωρίς δουλειά. Για τον σύγχρονο άνθρωπο η ίδια του η ζωή γίνεται ένα κεφάλαιο που πρέπει να επενδυθεί με σκοπό το κέρδος. Αν αυτό το κατορθώσει είναι πετυχημένος, αν όχι χρεοκόπησε. Η Αξία του συνίσταται στο αν μπορεί να πουληθεί ή όχι.
Το «κεφάλαιο» (αυτό που ο Μαρξ ονομάζει καπιταλιστές) δεν έχει ιδιαίτερη προτίμηση, στην διάρκεια των προηγούμενων ετών βλέποντας την παραγωγικότητα των μηχανών άρα την υποχρεωτική μείωση της ανθρώπινης εργασίας οργάνωσε και εμπορευματοποίησε τον χρόνο αδράνειας του εργαζομένου. Ουσιαστικά δεν υπάρχει «ελεύθερος χρόνος», το ανθρώπινο 24ώρο αγοράζεται υπό μορφή υπηρεσιών έτσι ο άνθρωπος χάνει τον αυθορμητισμό του στην προσπάθειά του να τον αποκτήσει, δηλαδή να τον αγοράσει.. Μόνο τα όνειρα είναι ατομικά και ελεύθερα.
Η βιομηχανία της διασκέδασης (του πολιτισμού, της κουλτούρας) είναι ένας δολοφόνος του χρόνου, έχει προορισμό να ελέγξει τον κενό από εργασία χρόνο, παράγει κενές διασκεδάσεις, νεκρές αξίες που αναλώνονται καίγονται αφήνοντας μόνο τις στάχτες του χρόνου. Η τροφή του συστήματος δεν έρχεται πλέον ΜΟΝΟ από τον άνθρωπο που δουλεύει, αλλά και από τον άνθρωπο που διασκεδάζει. Η καταπίεση και τα κέρδη των προηγούμενων αιώνων ερχόταν από την εκμετάλλευση του εργάτη στο εργοστάσιο (ένα ανθρώπινο εξάρτημα στην αλυσίδα παραγωγής) και αδιαφορούσε για τον χρόνο ξεκούρασης του. Σκότωνε μόνο το σώμα. Σήμερα η πολιτιστική βιομηχανία σκοτώνει κυρίως τον νου του ανθρώπου, και οι υπεραξίες δημιουργούνται πάνω σε ψυχώσεις, απάθεια και βία.
Γράφει ο Χάξλεϋ στο βιβλίο του «Γενναίος, νέος κόσμος»: ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μένει ποτέ μόνος του με τον εαυτό του, γιατί είναι πάντα απασχολημένος είτε με το να δουλεύει είτε με το να διασκεδάζει. Ούτε χρειάζεται την αυτοσυνείδηση, γιατί είναι πάντα απασχολημένος με την κατανάλωση. Είναι σε τελευταία ανάλυση, ένα απλό σύστημα αναγκών και αντίστοιχων ικανοποιήσεων, πρέπει να δουλέψει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και αυτές οι ανάγκες συντηρούνται και καθοδηγούνται σταθερά από τον οικονομικό μηχανισμό. Τα υλικά αγαθά εξουσιάζουν την ανθρωπότητα.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που αντιστέκονται και αρνούνται την ελευθερία τους, έχουν να αντιμετωπίσουν το σύνδρομο του ατομικισμού, την κοινωνική απομόνωση, την αδράνεια του νου. Δηλαδή έρχονται αντιμέτωποι με τον «φόβο της ελευθερίας». Όλα όμως αντιμετωπίζονται ψύχραιμα από το σύστημα, οι εκκλησίες βρίσκουν και πάλι πεδίο να δράσουν και οι ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ως μάγισσες του μεσαίωνα προτείνουν τις λύσεις τους.
Μαγικά Φίλτρα: 1)λίγες τρίχες ποντικού, 2)ένα λαγοπόδαρο, 3)λίγο αίμα γίδας, κτλ.
Μαγικά Φίλτρα: 1)ενεργητική συμμετοχή στην επιστημονική πρόοδο, 2)αναζήτηση της αρμονίας ανάμεσα στην ύπαρξη και στο σύμπαν, 3)αναζήτηση του μοναχικού διαλογισμού, 4)μετατροπή του άγχους και της αγωνίας σε προσμονή του Θεού, 4)εθελοντική εργασία, 5)ελεημοσύνη.
Ουμανιστές, Διαφωτισμός, Αναγέννηση, ανούσιες ταμπέλες στην ανθρώπινη ζωή η οποία παραμένει σκλαβωμένη, δουλοπρεπή. Απουσία Αξιοπρέπειας. Η ανθρώπινη εργασία πληρώνεται με τον μήνα, στην καλύτερη περίπτωση με την ώρα, την μηχανή την πληρώνουμε με το δευτερόλεπτο.
Δουλεύουμε για να πληρώνουμε τις μηχανές που δουλεύουν για εμάς. Πια είναι η λέξη που μπορεί να μας χαρακτηρίσει; Αυτοδιαφημιζόμαστε ως τα εξυπνότερα όντα στον πλανήτη, αν κάνουμε ένα κβαντικό άλμα πως θα μας αποκαλέσει ο σχολαστικός άνθρωπος, ο οποίος σίγουρα υπάρχει και που εμείς προτιμούμε να τυφλωθούμε παρά να τον δούμε;
 eperson.blog.com

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Η δική μου γενιά έχει χάσει.


http://youtu.be/oza1gvGntLE

Ο κονφορμιστής Giorgio Gaber


Κονφορμιστής: Κάποιος που χωρίς κριτική σκέψη ή από συνήθεια συμμορφώνεται σε έθιμα, κανόνες ή το στυλ μιας ομάδας.
 
http://youtu.be/Lwcb9PX91m0
 

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Αληθινή ευημερία


Ένας πολύ πλούσιος κύριος, ζήτησε από τον δάσκαλο Σεγκάγια να γράψει μια ευχή για να συνεχιστεί η ευημερία της οικογένειάς του από γενιά σε γενιά.
Ο Σεγκάγια πήρε μια κόλα και έγραψε: "Πέθανε ο πατέρας, πέθανε ο γιος, πέθανε ο εγγονός".
- Εγώ σου ζήτησα να γράφεις κάτι για την ευτυχία της οικογένειας μου. Γιατί αστειεύτηκες με τόσο αγενή τρόπο;
- Δεν είχα καμιά πρόθεση να αστειευτώ, εξήγησε ο Σεγκάγια, εάν ο γιος σου πέθαινε νωρίτερα από σένα, αυτό θα προκαλούσε μεγάλο πόνο σ' εσένα. Εάν ο εγγονός σου πέθαινε νωρίτερα από τον γιο σου, αυτό θα γκρέμιζε όλες τις ελπίδες και του γιου σου και τις δικές σου. Εάν στην οικογένειά σου από γενιά σε γενιά πεθαίνουν με τη σειρά που έγραψα, αυτό θα είναι η φυσική πορεία της ζωής. Εγώ την ονομάζω αληθινή ευημερία.*

Η Θλίψη και η Οργή


Σ’ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν...
Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά...
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... μια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς...
Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό...
Αλλά η οργή είναι τυφλή — ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και —χωρίς καμία βιασύνη— ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν στα¬ματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η Θλίψη.

Η πόλη των πηγαδιών


Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ' εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά... αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια τα¬πεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ' άκρη σ' άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός.
Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ' άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους...
Ένα απ' αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητα του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια
δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας τους για να επεκταθούν και ν' αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όρια τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητα του...
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητα του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενο του...
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει...
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος... βρή¬κε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξη του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματα του, πι¬τσιλώντας το στόμιο του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ' άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ' το πηγάδι, αναζωογονη¬μένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που με¬τατράπηκαν αργότερα σε δέντρα...
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: «το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πώς είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα» απαντούσε το Περιβόλι. «Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.»
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συ¬νειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα...
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει...
Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει...
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό...
Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό...
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτού¬σαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε. «Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω.»
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο...
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι' αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτηση τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξης τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν...

Η κάμπια

Η κάμπια
Κολλημένη πάνω σ’ ένα φύλλο η κάμπια με ενδιαφέρων κοιτούσε τα έντομα που τραγουδούσανε, έτρεχαν, πηδούσανε, πετούσανε…. Όλα γύρο της ήταν σε κίνηση. Μόνο αυτή η καημένη δεν μπορούσε ούτε να βγάζει κάποιο ήχο, ούτε να τρέχει, ούτε να πετάξει. Με πολλές δυσκολίες μπορούσε μόνο να σέρνεται. Και ως που να μετακινηθεί από ένα φύλλο στο άλλο, της φαινόταν σαν να έκανε τον γύρο του κόσμου.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν παραπονιόταν, δεν ζήλευε κανέναν κατανοώντας πως ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που μπορεί. Γνώριζε ότι ως κάμπια πρέπει να μάθει να υφαίνει πολύ λεπτά μεταξένια νήματα, για να πλέκει μ’ αυτά το σπιτάκι-κουκούλι της.
Χωρίς πολλές κουβέντες η κάμπια άρχισε με υπομονή και επιμέλεια να εκτελεί το έργο της και την κατάλληλη προθεσμία ήταν τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο θερμό κουκούλι.
– Και μετά τι; Ρώτησε η κάμπια αποκομμένη μέσα στο κουκούλι της από τον υπόλοιπο κόσμο.
– Όλα έχουν τη σειρά τους, άκουσε την απάντηση, να έχεις υπομονή και θα δεις.
Ήρθε ο χρόνος και η κάμπια ξύπνησε και ανακάλυψε πως τώρα δεν είναι εκείνη η δυσκίνητη κάμπια. Γρήγορα και με επιδεξιότητα βγήκε από το κουκούλι και με έκπληξη αντιλήφθηκε πως έχει δυο ελαφρά και φανταχτερά φτερά. Με χαρά και ενθουσιασμό εκείνη κούνησε τα φτερά της και σαν πούπουλο τινάχτηκε στον αέρα και πέταξε και σε λίγο διαλύθηκε μέσα στην γαλάζια αχλή.
Είχε υπομονή…
Λ. ντα Βίντσι*

Το πεινασμένο καφτάνι

Το πεινασμένο καφτάνι
Ο σοφός μουλάς φόρεσε το σεμνό καθημερινό καφτάνι του και πήγε σε μια δεξίωση που έκανε ένας πλούσιος και γνωστός έμπορος. Ο μουλάς βρέθηκε ανάμεσα σε λαμπερές ενδυμασίες από το μετάξι και βελούδο. Με περιφρόνηση οι επισκέπτες κοιτούσαν την φτωχή του φορεσιά. Τον μουλά επίτηδες δεν τον κοιτούσαν, έκαναν περιφρονητικούς μορφασμούς και τον έσπρωχναν μακριά από το τραπέζι γεμάτο απ’ τα καλύτερα φαγητά.
Τότε ο μουλάς πήγε στο σπίτι του και φόρεσε το πλούσιο χρυσοκεντημένο καφτάνι του και γύρισε στη δεξίωση γεμάτος αξιοπρέπεια σαν χαλίφης. Όλοι η καλεσμένοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εύνοιά του, ο καθένας ήθελε ν’ ακούσει το σοφό του λόγο. Απ’ όλες τις πλευρές του πρότειναν τα καλύτερα κομμάτια των φαγητών, αλλά ο μουλάς αντί να τα φάει τα έβαζε στα φαρδιά μανίκια του καφτανιού. Σοκαρισμένοι και περίεργοι οι καλεσμένοι τον ρωτούσαν:
– Τι κάνετε αξιότιμε; Γιατί βάζετε τα φαγητά στα μανίκια σας;
Ενώ ο μουλάς συνέχιζε να γεμίζει τα μανίκια του με φαγητά και ήρεμα απάντησε:
– Είμαι δίκαιος άνθρωπος. Η φιλοξενία σας δεν αφορά εμένα, αλλά το καφτάνι. Γι’ αυτό πρέπει να πάρει αυτά που αξίζει*.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Oι τρεις γέροι: ο πλούτος, η ευτυχία και η αγάπη.


http://youtu.be/MJjXlV0BTbg

Αποφθέγματα του Φρ. Νίτσε


http://youtu.be/AeJB3S5DXv8

Ο κωδικας ηθικης των Ινδιανων


http://youtu.be/CFnN_-O3doQ

Nα τα ξαναδούμε όλα από την αρχή, ξεκινώντας από μας τους ίδιους;



  "Διαιρώντας τους ψηφοφόρους μέσω του πολιτικού 
συστήματος των κομμάτων, μπορούμε να τους κάνουμε 
να σπαταλούν την ενέργειά τους σε θέματα άνευ σημασίας"
USA Banker's Magazine, August 25,1924
Ένα δένδρο αναπτύσσεται από τη ρίζα προς τα πάνω.
Ένα κτίσμα χτίζεται από τα θεμέλια προς τα πάνω.
Η κοινωνία μας φαίνεται να έχει δομηθεί ανάποδα.
Και ο μετασχηματισμός της επιχειρείται, επίσης, ανάποδα.
Χτίσαμε την κοινωνία μας και επιχειρούμε να τη μετασχηματίσουμε όπως αν επιχειρούσαμε να χτίσουμε ένα κτίσμα από πάνω προς τα κάτω, ή
να υποχρεώσουμε ένα δένδρο πρώτα να βγάλει κλαδιά μετά κορμό και στο τέλος ρίζα.
Βάλαμε στην κοινωνία μας ρυθμίσεις - εντολές: ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις,....
αλλά τα μέλη της συνέχισαν να κλέβουν, να φονεύουν, να ψευδομαρτυρούν ....και πολλά άλλα ακόμα.
Γι  αυτό αυγατίσαμε τις ρυθμίσεις - εντολές, από δέκα γίνανε εκατό, μετά χίλιες και σήμερα ουκ έστιν τέλος.
Κι όσο αυξάνονταν οι ρυθμίσεις, οι νόμοι, οι κανόνες, οι συμβάσεις, τόσο αυξάνονταν κι αυτοί που τις παρέβαιναν και οι τρόποι που το κάνανε αυτό.
Ευελπιστούσαμε ότι τα κλαδιά της κοινωνικής ευημερίας και ανάπτυξης που φτιάχναμε θα αποκτούσαν κορμό και ρίζες 
και το δένδρο της ζωής της κοινωνίας που φαντασιωνόμασταν θα έβγαζε φύλλα, ανθούς και καρπούς.
Θα εξασθενούσε η εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο και ο άνθρωπος θα μπορούσε να αναπτυχθεί ως άνθρωπος, ως ον θρώσκον το όμμα άνω.
Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Όσο αυξάνονται τα σώματα τήρησης των ρυθμίσεων-εντολών, δικαστικά-δικηγορικά και αστυνομικά, τόσο απομακρύνεται η κοινωνική ευημερία και προκοπή.

Οι ρυθμίσεις-εντολές όχι μόνον δεν εξάλειψαν τα προβλήματα αλλά τα μονιμοποίησαν και τα πολλαπλασίασαν, διαιωνίζοντας έτσι και πολλαπλασιάζοντας και τις ίδιες.
Σε διεθνές επίπεδο, όσο αυξάνονται οι διεθνείς διασκέψεις, οι χάρτες δικαιωμάτων, οι διεθνείς οργανώσεις προστασίας τους, οι διαβουλεύσεις για την εξάλειψη της φτώχειας, της πείνας, της εκμετάλλευσης, τόσο ο κόσμος πισωγυρίζει.

Αρκεί να αναλογιστεί κανείς
- ότι πληθυσμοί ολόκληροι πένονται ή ακόμη και πεθαίνουν από πείνα γιατί κάποιοι στη Γουώλ Στρειτ τζογάρουν στα τρόφιμα,
- ότι κάποιοι πατούν κουμπιά εκ του ασφαλούς και κάποιοι άλλοι μίλια μακριά γίνονται παρανάλωμα πυρός κι αυτοί που το εντέλλουν κι αυτοί που το εκτελούν αυτό δεν θεωρούνται κατά συρροήν δολοφόνοι, αλλά  ηγέτες οι πρώτοι και ήρωες οι δεύτεροι, 
- ότι οι αγορές που τις φτιάξαμε για να μας υπηρετούν, τις υπηρετούμε σήμερα εμείς κι αυτό κρίνεται φυσιολογικό.
Γενικότερα θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι εγκλωβιστήκαμε στα δημιουργήματά μας, ο Φρανκενστάιν έχει πάρει σάρκα και οστά.
Είναι ως τα κλαδιά που φτιάξαμε να κύρτωσαν και να μας εγκλώβισαν, να έγιναν το κλουβί μέσα στο οποίο αιχμαλωτιστήκαμε.
Αυτήν την κοινωνική κατάσταση πολλοί ευαγγελίζονται σήμερα να τη μετασχηματίσουν φτιάχνοντας νέα κλαδιά, νέες ρυθμίσεις - εντολές 
και ευελπιστούν ότι αυτά θα επιτύχουν εκεί που απέτυχαν τα παλιά: ότι θα ξεπροβάλει απ΄αυτά το δένδρο της ζωής της κοινωνίας,
θα εκβάλει από τα κλαδιά κορμός κι απ΄αυτόν ρίζες.
Ο άνθρωπος έχει δυνάμεις , μαγικές δυνάμεις θάλεγε κανείς, αφού μπορεί και υπάρχει σ΄ έναν τόσο παράλογο, τόσο αντεστραμμένο κόσμο.
Πόσα θα μπορούσαμε να καταφέρουμε αν αξιοποιούσαμε τις δυνάμεις μας αυτές για να ορθοποδήσουμε ως άν-θρ-ωποι.
Αν ξεκινούσαμε από τις ρίζες της κοινωνικής ευημερίας και ανάπτυξης.
Αν εμείς οι άνθρωποι βάζαμε ως προτεραιότητα την προσωπική ανάπτυξη του καθενός μας,
μια τέτοια ανάπτυξη δεν θα συνεπαγόταν την προσωπική ανάπτυξη και των άλλων;
Μια ανεπτυγμένη κοινωνία θα είχε ανάγκη από ρυθμίσεις-εντολές,
να της λένε τι να κάνει και τι να μην κάνει;
Αντ΄αυτής εστιάσαμε στο υποκατάστατό της, αντί για την εσωτερική ανάπτυξη του ανθρώπου εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στη συνεχή ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Σ΄αυτήν προσβλέπουν αρκετοί ως το μέσον για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων.
Παραβλέπουν ότι αυτό δεν έχει διαφανεί με τη μέχρι τώρα ανάπτυξή της.
Αποτέλεσμα ανταγωνισμού ατόμων, ομάδων και κρατών η τεχνολογία, όπως όλα δείχνουν, οδηγεί τον άνθρωπο νομοτελειακά αντί για τη χειραφέτησή του στη χειραγώγησή του.
Αντί για μέσο στην υπηρεσία της ευημερίας, αυτογνωσίας και εξέλιξης του ανθρώπου που ευαγγελίζονταν αρκετοί, 
αποδείχθηκε μέσον εξουσιασμού του.
Αντί για την απελευθέρωση του χρόνου του ανθρώπου, την απαλλαγή του από την εξαρτημένη μονοδιάστατη μηχανιστική δουλειά-δουλεία και την αναβάθμιση της ζωής του,
οδήγησε στην εντατικοποίηση της εργασίας για μερικούς, στην ανεργία τους λοιπούς και μάλλον αναμένεται περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής ανθρώπου με τη διαφαινόμενη υβριδοποίησή του με τις μηχανές.
Κι αυτό το κλαδί εγκλώβισε τον άνθρωπο.
Κι αυτός ο μηχανισμός που έφτιαξε για να τον υπηρετεί τον καταδυνάστευσε.
Ο άνθρωπος έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία του.
Έγινε εξαρτημένος από τον υπηρέτη του.
"Αν σβήσει το ηλεκτρικό μας θα σβήσει και ο πολιτισμός μας" όπως παραστατικά είναι γραμμένο στους τοίχους των Εξαρχείων.
Μήπως όσοι για την ώρα δεν αντιμετωπίζουμε άμεσα πρόβλημα επιβίωσης,
αντί να καταγινόμαστε να φτιάχνουμε νέα κλαδιά στον αέρα, ή να ξελαμπικάρουμε τα παλιά, 
να δοκιμάζαμε να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή, ξεκινώντας από μας τους ίδιους;
agisgios2.blogspot.com