«Ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, εμείς οι Έλληνες» σύμφωνα με τον Γερμανό κυνικό των αριθμών. Και ποιος είναι, τάχα, ο πήχης των δυνατοτήτων μας; «Να καταναλώνεις πάνω απ’ αυτά που παράγεις», μας απαντά. Αλλά ο καπιταλισμός σ’ αυτό σε ωθεί, στο να ανεβάζεις, δηλαδή, αδιαλείπτως τον πήχη των επιθυμιών, την κατασκευασμένη ανάγκη της κατανάλωσης, αναζητώντας σ’ αυτή τα κομμάτια του παζλ όπως επιτάσσει ο νεότευκτος μύθος του νέου καπιταλισμού, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού, του οποίου εκπρόσωπος είναι ένας μη δυνάμενος να καταναλώσει, ο κ. Σόιμπλε.
Γράφει ο Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Στην « κουλτούρα του νέου καπιταλισμού»* η ανάπτυξη αποκτά μία νέα δυναμική μέσα από τις νέες τεχνολογίες, τη «νέα οικονομία» και το μύθος της σύμφωνα με τον οποίο φθάσαμε στο τέλος της ισόβιας απασχόλησης καθώς και το τέλος της «στρατιωτικής ρύθμισης»-Μπίσμαρκ-, ενώ η ρέουσα –ρευστή νεωτερικότητα- και η μεταβλητή εργασία, παρουσιάζονται ως πρόταση αλλαγής. Οι εργαζόμενοι πηγαίνουν από δουλειά σε δουλειά, αλλάζοντας επαγγέλματα, μετανάστες πηγαίνουν από τόπο σε τόπο (όπου υπάρχει δουλειά), χωρίς θεσμικές οργανώσεις(ή με οργανώσεις αλλά απαξιωμένες) και κοινότητες, χωρίς αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη, χωρίς καμία ενιαία αίσθηση ταυτότητας και δυνατότητα βιοαφήγησης, χωρίς μακροπρόθεσμο Εγώ, με τις ανθρώπινες σχέσεις να έχουν μετεξελιχθεί σε δοσοληψίες. Σ’ αυτό το περιβάλλον διερωτάται κανείς για το ποιες αξίες και πρακτικές μπορούν να λειτουργήσουν ως συνεκτικός ιστός των ατόμων όταν κερματίζονται οι θεσμικές οργανώσεις στις οποίες ζουν;
Θέση κλειδί στην κουλτούρα του νέου καπιταλισμού κατέχει σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Σένετ το Αυτοαναλωνόμενο πάθος(όταν η ματαίωση προέρχεται όχι από τη ματαιωμένη -ή απωθημένη- αλλά από την πραγματοποιημένη επιθυμία). Δηλαδή από το Ανικανοποίητο. Η καταναλωτική μανία οφείλεται σ’ αυτό το «αυτοαναλωνόμενο πάθος», όταν δηλαδή ποθούμε κάτι διακαώς και η έλλειψή του μας διεγείρει το πάθος, αλλά όταν το αποκτούμε μας συγκινεί λιγότερο, ή μετά από μία ορισμένη χρήση του καθόλου. Θέλουμε επί παραδείγματι πάρα πολύ ένα αυτοκίνητο, αλλά όταν το αγοράζουμε η επιθυμία μειώνεται. Συνεπώς, η φαντασία και το πάθος είναι εντονότερα κατά τη διάρκεια της προσδοκίας ικανοποίησης της επιθυμίας, αλλά χάνεται όταν η τελευταία πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό ο Παύλος Μάτεσης έλεγε πως ο Χριστός δεν έπρεπε να έρθει, έπρεπε να είναι αναμενόμενος. Το ίδιο και ο έρωτας. Η οικονομία και η κοινωνία του καταναλωτισμού βασίζεται σ’ αυτό το είδος αυτοαναλωνόμενου πάθους. Εδώ έγκειται και η μανία κατανάλωσης ακόμα και πάνω από τις δυνατότητές μας.
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στον «Μπαρμπα-Γκοριό» (μετάφραση Α. Κορδόση, Καστανιώτης, 1992) θα δείξει ότι το αυτοαναλωνόμενο πάθος είναι η ψυχολογία της κοινωνικής μετάβασης από τους χωρικούς παλαιών αρχών, που είναι προσκολλημένοι σε καθετί συσσωρευμένο, στους κοσμοπολίτες ήρωες της βιομηχανικής εποχής και της αφθονίας, που προσκολλώνται στις υλικές επιθυμίες, οι οποίες όμως εξασθενούν όταν εκπληρωθούν. Άρα, η επιθυμία προκαλεί μεγαλύτερη απόλαυση όταν κάτι είναι αναμενόμενο, προσδοκώμενο. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στο «Νόμο του Έρωτα» του Προυστ όσο πιο «δύσκολος» ή «απρόσιτος» είναι κάποιος τόσο πιο πολύ διεγείρει την επιθυμία μας.
Στην « κουλτούρα του νέου καπιταλισμού»* η ανάπτυξη αποκτά μία νέα δυναμική μέσα από τις νέες τεχνολογίες, τη «νέα οικονομία» και το μύθος της σύμφωνα με τον οποίο φθάσαμε στο τέλος της ισόβιας απασχόλησης καθώς και το τέλος της «στρατιωτικής ρύθμισης»-Μπίσμαρκ-, ενώ η ρέουσα –ρευστή νεωτερικότητα- και η μεταβλητή εργασία, παρουσιάζονται ως πρόταση αλλαγής. Οι εργαζόμενοι πηγαίνουν από δουλειά σε δουλειά, αλλάζοντας επαγγέλματα, μετανάστες πηγαίνουν από τόπο σε τόπο (όπου υπάρχει δουλειά), χωρίς θεσμικές οργανώσεις(ή με οργανώσεις αλλά απαξιωμένες) και κοινότητες, χωρίς αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη, χωρίς καμία ενιαία αίσθηση ταυτότητας και δυνατότητα βιοαφήγησης, χωρίς μακροπρόθεσμο Εγώ, με τις ανθρώπινες σχέσεις να έχουν μετεξελιχθεί σε δοσοληψίες. Σ’ αυτό το περιβάλλον διερωτάται κανείς για το ποιες αξίες και πρακτικές μπορούν να λειτουργήσουν ως συνεκτικός ιστός των ατόμων όταν κερματίζονται οι θεσμικές οργανώσεις στις οποίες ζουν;
Θέση κλειδί στην κουλτούρα του νέου καπιταλισμού κατέχει σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Σένετ το Αυτοαναλωνόμενο πάθος(όταν η ματαίωση προέρχεται όχι από τη ματαιωμένη -ή απωθημένη- αλλά από την πραγματοποιημένη επιθυμία). Δηλαδή από το Ανικανοποίητο. Η καταναλωτική μανία οφείλεται σ’ αυτό το «αυτοαναλωνόμενο πάθος», όταν δηλαδή ποθούμε κάτι διακαώς και η έλλειψή του μας διεγείρει το πάθος, αλλά όταν το αποκτούμε μας συγκινεί λιγότερο, ή μετά από μία ορισμένη χρήση του καθόλου. Θέλουμε επί παραδείγματι πάρα πολύ ένα αυτοκίνητο, αλλά όταν το αγοράζουμε η επιθυμία μειώνεται. Συνεπώς, η φαντασία και το πάθος είναι εντονότερα κατά τη διάρκεια της προσδοκίας ικανοποίησης της επιθυμίας, αλλά χάνεται όταν η τελευταία πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό ο Παύλος Μάτεσης έλεγε πως ο Χριστός δεν έπρεπε να έρθει, έπρεπε να είναι αναμενόμενος. Το ίδιο και ο έρωτας. Η οικονομία και η κοινωνία του καταναλωτισμού βασίζεται σ’ αυτό το είδος αυτοαναλωνόμενου πάθους. Εδώ έγκειται και η μανία κατανάλωσης ακόμα και πάνω από τις δυνατότητές μας.
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στον «Μπαρμπα-Γκοριό» (μετάφραση Α. Κορδόση, Καστανιώτης, 1992) θα δείξει ότι το αυτοαναλωνόμενο πάθος είναι η ψυχολογία της κοινωνικής μετάβασης από τους χωρικούς παλαιών αρχών, που είναι προσκολλημένοι σε καθετί συσσωρευμένο, στους κοσμοπολίτες ήρωες της βιομηχανικής εποχής και της αφθονίας, που προσκολλώνται στις υλικές επιθυμίες, οι οποίες όμως εξασθενούν όταν εκπληρωθούν. Άρα, η επιθυμία προκαλεί μεγαλύτερη απόλαυση όταν κάτι είναι αναμενόμενο, προσδοκώμενο. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στο «Νόμο του Έρωτα» του Προυστ όσο πιο «δύσκολος» ή «απρόσιτος» είναι κάποιος τόσο πιο πολύ διεγείρει την επιθυμία μας.
Εν προκειμένω δηλαδή έχουμε ένα κυνήγι της επιθυμίας και της απόλαυσης, η
οποία είναι μεγαλύτερη στη διάρκεια της προσδοκίας, αλλά κατά ένα τρόπο
ματαιώνεται όταν η επιθυμία πραγματοποιείται. Εδώ βασίζεται η λειτουργία των
«Υπεραγορών» αλλά και η συνακόλουθη ματαίωση που οδηγεί στην καταναλωτική μανία
της συσσώρευσης «σκουπιδιών», τα οποία στην αρχική φαντασιακή επένδυση, το
«χρύσωμα», δεν ήταν σκουπίδια αλλά στοιχεία της -τελικά ανεύρετης- ευτυχίας
μας. Έτσι, οδηγούμαστε στα προϊόντα μιας χρήσης, στις εφήμερες ερωτικές σχέσεις
«μιας χρήσης», καθώς η πραγματοποιημένη επιθυμία αποδεικνύεται πάντα κατώτερη
των προσδοκιών μας, μετακινούμενη συνεχώς και διαρκώς διαφεύγουσα από προϊόν σε
προϊόν, από πρόσωπο σε πρόσωπο, από μόδα σε μόδα.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να (μετα)κινείται συνεχώς, ακολουθώντας κατά
πόδας τον κάθε φορά νέο φορέα(«άλογο») της επιθυμίας. Η βιομηχανική παραγωγή
και η συνακόλουθη αφθονία θα επιφέρουν την «καπιταλιστική διόγκωση της
επιθυμίας», αλλά αυτό δεν εξηγεί και τη ματαίωση που προκαλεί όχι η απώθηση
αλλά η πραγματοποίηση της επιθυμίας, δηλαδή η κτήση. Αυτό το ανικανοποίητο, που
κατατείνει στην απληστία, θα εκφραστεί στο όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο
ψηλά, όλο και πιο πολύ της διαφήμισης και εν γένει του εμπορικού μάρκετινγκ.
Εφεξής, η «μόδα» και η «προγραμματισμένη απαρχαίωση» θα μικραίνουν διαρκώς τη
διάρκεια ζωής ενός προϊόντος ώστε οι άνθρωποι-καταναλωτές να αγοράζουν
καινούργια με μανιακό τρόπο. Τα τεράστια σπίτια της ελληνικής επαρχίας που
υψώνονταν και υπερυψώνονταν το ένα απέναντι στο άλλο και τώρα οι ιδιοκτήτες
τους οιμώζουν για το ΕΝΦΙΑ. Τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού των ελληνικών
μεγαλουπόλεων που τώρα έχουν αδρανοποιηθεί. Η παγίδα του Ανικανοποίητου αλλά
και της αγοράς «σημείων» της Επιτυχίας και της Ευτυχίας είναι εδώ έστω σαν
παρκαρισμένη ανάμνηση, χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας. Ο άνθρωπος είναι Χρήμα και
δη δανεικό, αλλιώς δεν «φαίνεται», δεν υπάρχει. Και οι Έλληνες έχουμε καταστεί
πλέον αόρατοι εντός και εξευτελισμένοι εκτός.
Τελικά, αυτό το νέο κυνήγι της απόλαυσης και της ευτυχίας στο δάσος της καταναλωτικής κοινωνίας θα γίνει ένα μανιακό κυνήγι φαντασμάτων. Η φαντασία και η επιθυμία θα διογκωθούν ακόμη περισσότερο λόγω της αυξημένης «αποξένωσης» των καταναλωτών-παραγωγών από το προϊόν. Αυτό από πρακτική άποψη σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν ξέρει πια την «ιστορία ενός προϊόντος»-δηλαδή την κοινωνική αφήγηση της πολιτισμικής παράδοσης από την οποία προέρχεται το προϊόν, κενό το οποίο θα καλύπτει κατά το δοκούν κάθε φορά η διαφήμιση-, δεν έχει αίσθηση των ιδιοτήτων του και των τεχνικών όρων παραγωγής του. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα όλα τα αυτοκίνητα αλλά και όλα τα προϊόντα κατασκευάζονται με βάση την «πλατφόρμα»(σκελετό, μηχανή και αμάξωμα).
Τελικά, αυτό το νέο κυνήγι της απόλαυσης και της ευτυχίας στο δάσος της καταναλωτικής κοινωνίας θα γίνει ένα μανιακό κυνήγι φαντασμάτων. Η φαντασία και η επιθυμία θα διογκωθούν ακόμη περισσότερο λόγω της αυξημένης «αποξένωσης» των καταναλωτών-παραγωγών από το προϊόν. Αυτό από πρακτική άποψη σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν ξέρει πια την «ιστορία ενός προϊόντος»-δηλαδή την κοινωνική αφήγηση της πολιτισμικής παράδοσης από την οποία προέρχεται το προϊόν, κενό το οποίο θα καλύπτει κατά το δοκούν κάθε φορά η διαφήμιση-, δεν έχει αίσθηση των ιδιοτήτων του και των τεχνικών όρων παραγωγής του. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα όλα τα αυτοκίνητα αλλά και όλα τα προϊόντα κατασκευάζονται με βάση την «πλατφόρμα»(σκελετό, μηχανή και αμάξωμα).
Έχουμε δηλαδή τον ίδιο τύπο αυτοκινήτου στο οποίο επιβάλλονται κάθε φορά
ελάχιστες διαφορές είτε για να καταστεί επώνυμο, προϊόν τουτέστιν μιας
συγκεκριμένης εταιρίας, είτε ένα νέο μοντέλο. Αυτές οι «βελτιστοποιήσεις»
αποκαλούνται από τις ίδιες της βιομηχανίες «χρύσωμα»(του ίδιου πάντα χαπιού).
Έτσι, οι μικροδιαφορές μεγεθύνονται μέχρι του σημείου ένα αυτοκίνητο Άουντι να
πωλείται στη διπλάσια τιμή από ένα Σκόντα που ωστόσο είναι ίδιο κατά 90% με το
πρώτο. Αυτή η αέναη «εικονοποίηση» με την υπερδιόγκωση των ασήμαντων διαφορών
σημαίνει και μία παρέμβαση, μία συνεχή αλλαγή στο συλλογικό φαντασιακό αλλά και
την υπερμεγέθυνση της επιθυμίας, που όταν πραγματοποιηθεί θα ματαιωθεί όχι μόνο
από την κτήση, δηλαδή το ανικανοποίητο της επιθυμίας, αλλά και από τη
δυσαναλογία της φαντασιακής, συμβολικής υπερεπένδυσης τόσο με την
πραγματικότητα όσο και με τη μόδα, δηλαδή το γρήγορο «πάλιωμα».
Τότε ο καταναλωτής διαπιστώνει ότι το Σκόντα αντιστοιχεί στην κατάληψη της
τρίτης θέσης στο καράβι, ενώ το Άουντι της πρώτης στο ίδιο πλοίο, αλλά οι
επιβάτες-καταναλωτές και των δύο θέσεων γνωρίζουν ότι φτάνουν την ίδια ώρα από
τον Πειραιά στο Ηράκλειο! Όμως, ο καταναλωτής δεν θα αφεθεί σε τέτοιες
«λειτουργιστικές» λογικές γιατί είναι «καταναλωτής της δυνατότητας». Τι κι αν
μία Φεράρι στο κέντρο της Αθήνας τρέχει όσο και όλα τα υποδεέστερα
μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα; Σημασία έχει ότι η Φεράρι μπορεί, «δύναται» να
τρέξει με 300 χιλιόμετρα την ώρα.
Αυτό δεν θα συμβεί ποτέ έξω από τις πίστες της «φόρμουλα1» αλλά για τον
κτήτορα και το «κοινωνικό βλέμμα», αυτή η δυνατότητα και τα χρήματα που
ξοδεύτηκαν προς τούτο σημαίνουν κάτι ξεχωριστό, είναι αυτό που το καθιστά
διαφορετικό, μοναδικό, προσδίδοντας κύρος, ορατότητα, επωνυμία στον ιδιοκτήτη.
Ο άνθρωπος, ο εαυτός του θα αναγνωρίζεται από τους άλλους και από τον ίδιο με
βάση της επιφανειακές, αλλά υπερτιμημένες, «βελτιστοποιήσεις» του ίδιου
αμαξώματος. Τη διαφορά δεν θα την κάνει ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα(το
αμάξωμα) του ατόμου αλλά το ντύσιμο, τα παπούτσια που φοράει, τα ρούχα, το
αυτοκίνητο, το σπίτι. Η επιθυμία, όμως, αλλάζει συνεχώς φορέα. Για την ακρίβεια
το προϊόν-ξενιστής θα γίνει μία Φεράρι, ή πιο χαμηλά ένα Άουντι ή ένα ζευγάρι
παπούτσια. Και από ένα σημείο και ύστερα γινόμαστε θεατές του θεάματος των
συνεχώς μετακινούμενων επιθυμιών μας, του συνεχώς διαφεύγοντος εαυτού μας,
δηλαδή της μιας και ενιαίας προσωπικότητας.
Τα «κομμάτια» μας δεν συνδέονται με κάτι, δεν γίνονται όλο, με άλλα λόγια εαυτός, αλλά επικεντρώνονται κάθε φορά σ’ ένα κομμάτι και τα υπόλοιπα, ο λοιπός εαυτός μένει απ’ έξω ή αποκρύπτεται. Η καθεστηκυία Συμβολική Τάξη μοιάζει, τελικώς, με το αμάξωμα-πλατφόρμα του ίδιου αλλά και πάντα διαφορετικού αυτοκινήτου, που μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή αλλαγή χωρίς να αλλάζει απολύτως τίποτα, που μοιάζει να μετακινείται χωρίς να κινείται, εκτός από τις επιθυμίες και το φαντασιακό μας. Αυτή η διαρκής αλλαγή της επιθυμίας δεν επιτρέπει τη «δέσμευση» ούτε με πράγματα ούτε με πρόσωπα.
Τα «κομμάτια» μας δεν συνδέονται με κάτι, δεν γίνονται όλο, με άλλα λόγια εαυτός, αλλά επικεντρώνονται κάθε φορά σ’ ένα κομμάτι και τα υπόλοιπα, ο λοιπός εαυτός μένει απ’ έξω ή αποκρύπτεται. Η καθεστηκυία Συμβολική Τάξη μοιάζει, τελικώς, με το αμάξωμα-πλατφόρμα του ίδιου αλλά και πάντα διαφορετικού αυτοκινήτου, που μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή αλλαγή χωρίς να αλλάζει απολύτως τίποτα, που μοιάζει να μετακινείται χωρίς να κινείται, εκτός από τις επιθυμίες και το φαντασιακό μας. Αυτή η διαρκής αλλαγή της επιθυμίας δεν επιτρέπει τη «δέσμευση» ούτε με πράγματα ούτε με πρόσωπα.
Συνεπώς, όταν κάποιος επιβραδύνει ή στέκει ακίνητος, δηλαδή δεσμεύεται με
διάρκεια σε κάτι ή κάποιον, μένει εκτός, απορρίπτεται, χάνεται, όντας πλέον
αόρατος χωρίς τα κάθε φορά νέα σημεία και σύμβολα της ορατότητας που έχει
ανάγκη το άτομο στην καταναλωτική κοινωνία. Όπως διαπιστώνει κανείς, η
διαπροσωπική μας δέσμευση με κάποιον και η επιθυμία γι’ αυτόν συνυφαίνεται με
τη συμβολική του βαρύτητα, η απώλεια της οποίας σημαίνει και την εξαφάνιση της
επιθυμίας γι’ αυτόν/ήν. Γι’ αυτό και η πολιτική δέσμευση είναι πλέον
χαλαρή.
Αυτή η διαρκής κίνηση της επιθυμίας
εξαφανίζει την οικειοποίηση της απώλειας, το πένθος και ενδεχομένως τον
αναστοχασμό, καθώς το κενό καλύπτεται από νέες δέσμες επιθυμιών. Αυτή η συνεχώς
επιταχυνόμενη μετακίνηση, αυτός ο ίλιγγος της επιθυμίας οδηγεί στη βουλιμία και
στην άλλη όψη της, την ανορεξία, που γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα όταν
εκλαμβάνεται ως πραγματικότητα η επιφάνεια, το «χρύσωμα», δηλαδή οι μηδενικές
διαφορές και όχι η ουσία, το άτομο-πρόσωπο(ή πλατφόρμα), οδηγώντας είτε στην
κρίση ταυτότητας, στο κενό, στην άβυσσο ασύνδετων, αδόμητων επιθυμιών είτε στη
σύγχυση φαντασιακού και πραγματικού, δηλαδή στην τρέλα (όπου η πραγματικότητα
αντικαθίσταται από το φαντασιακό).
*Ρίτσαρντ Σένετ «Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού» (Σαββάλας)
*Ρίτσαρντ Σένετ «Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού» (Σαββάλας)
http://www.logiosermis.net