Ο νεαρός Γύγης ήταν ποιμένας, υπηρέτης του άρχοντα της Λυδίας, του Κανδαύλη. Μια μέρα, την ώρα που ο Γύγης έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντά του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Βλέποντας το χάσμα ο νεαρός βοσκός, κυριεύτηκε από περιέργεια και κατέβηκε να δει τι υπήρχε εκεί κάτω.
Προσεκτικά μπήκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, στο βάθος μιας σήραγγας που απροσδόκητα άνοιξε με τον σεισμό, αντίκρισε μια αίθουσα γεμάτη με αμύθητους θησαυρούς κι ανάμεσά τους είδε ένα μεγάλο χάλκινο άλογο κούφιο από μέσα.
Όταν κοίταξε στην κοιλιά αυτού του κούφιου αγάλματος, είδε μέσα ξαπλωμένον ένα νεκρό, έναν ανθρώπινο σκελετό με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες, που φορούσε στο σκελετωμένο του δάχτυλο ένα χρυσό δαχτυλίδι. Σαν μαγεμένος πήρε το δαχτυλίδι απ’ τον σκελετό και το φόρεσε.
Μόλις το πήρε ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια. Κάποια μέρα διαπίστωσε ότι το πολύτιμο εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτων) προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά.
Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει ό,τι δήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη, φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα.
Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της, σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρά του - συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση - τη δόξα και τον πλούτο.
Ο Γλαύκων, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί η κοινή λογική ενός ανθρώπου λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή όποιου επιδιώκει το προσωπικό του συμφέρον.
Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Η απάντηση «αδικείσθαι» χρειάζεται συνείδηση, μεγάλη γενναιότητα, αρετή, ήθος, καλλιέργεια, αγωγή και παιδεία. Όμως στη συνείδηση των πολλών, η απάντηση είναι αναμενόμενη. Είναι η συνειδητή επιλογή του συμφέροντος: «αδικείν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα!
Ένα δαχτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα αντικείμενο γίνεται ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής, το παραδεισένιο μήλο, που όμως ως γνωστόν καταδικάζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια στο σκοτάδι της αμαρτίας. Μιας αμαρτίας που καμία σχέση δεν έχει με την θρησκευτική. Αμαρτία κατά τον Πλάτωνα είναι η αδικία, δηλαδή η άρση της δικαιοσύνης.
Πλάτωνος Πολιτεία (βιβλίο Β΄)
Πραγματολογικά στοιχεία:
Ο Γύγης — ιστορικό πρόσωπο — ήταν βασιλιάς της Λυδίας κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Πήρε το θρόνο με τη βοήθεια της συζύγου του τελευταίου βασιλιά από τους απογόνους του Ηρακλή και ίδρυσε νέα δυναστεία των Μερμναδών.
Με το μύθο συμφωνεί ως ένα βαθμό και το γεγονός, ότι είχε στο σκήπτρο του και ένα δαχτυλίδι με μεγάλο πολύτιμο λίθο. Είναι επίσης γνωστό πως ήταν δραστήριος και ενεργητικός βασιλιάς και πως οδήγησε τη Λυδία και την πρωτεύουσα της, τις Σάρδεις, στην μεγαλύτερή της ακμή. Το βασίλειο του, συμπεριελάμβανε όλη τη δυτική Μικρά Ασία ως τον ποταμό Άλυ και η δυναστεία του έμεινε στην εξουσία πάνω από εκατό χρόνια.
Ο τελευταίος του απόγονος στο θρόνο της Λυδίας ήταν ο βασιλιάς Κροίσος, που έγινε ξακουστός για τα πλούτη του και για την κακή ερμηνεία που έδωσε στο χρησμό της Πυθίας. (Θα γίνει ειδική αναφορά περί αυτού σε επόμενη ανάρτηση).
Ο μύθος του Γύγη έχει εμπνεύσει και πολλούς σύγχρονους συγγραφείς. Ίσως περισσότερο γνωστό να τον έκανε το δράμα του Φρίντριχ Χέμπελ « Ο Γύγης και το δαχτυλίδι του» (1856). Στο χώρο της λογοτεχνίας ο μύθος αξιοποιήθηκε από τον Θεόφιλο Γκωτιέ στη νουβέλα του «Ο βασιλιάς Κανδαύλης» (1844) και στο θέατρο πάλι από τον Αντρέ Ζίντ στο ομώνυμο θεατρικό του έργο (1901). Το 1920 ο Α. Μπρυνώ έγραψε την όπερα «Κανδαύλης».
http://cloudconnected2008.wordpress.com
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΙΔΕΕΣ ΟΙ ΣΥΝHΘΕΙΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου