Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
H τελευταία έκθεση του STATFOR για την Ελλάδα υποστηρίζει ότι η χώρα μας έχει χάσει κάθε γεωπολιτική σημασία. Η Αθήνα καλείται να μάθει να ζει εντός των γεωπολιτικών της δυνατοτήτων, δηλαδή ως αποικία.
Η έκθεση μοιάζει να επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα έχει “στοχοποιηθεί” όχι μόνο γεωοικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά, κάτι άλλωστε αναμενόμενο, δεδομένης της εμπλοκής κεντρικών “αυτοκρατορικών” στρατηγικών και ζωτικών ελληνικών εθνικών συμφερόντων στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Καθώς άλλωστε ξεδιπλώνεται η γεωοοικονομική επίθεση της παγκοσμιοποίησης κατά του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, είναι πολύ λογικό να περιμένουμε και επίθεση κατά του ίδιου του θεσμού του έθνους κράτους, που μπορεί μεν να είναι ανεπαρκής, δεν παύει όμως να είναι η τελείως απαραίτητη βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποιητική αποσάθρωση και το μόνο υπαρκτό επίπεδο κάποιου δημοκρατικού ελέγχου της εξουσίας και κάποιας κοινωνικής προστασίας. Λόγω των δομικών προβλημάτων της, η Ελλάδα μπορεί να γίνει στόχος τέτοιας επίθεσης, ουσιαστικής δηλαδή προσπάθειας κατάργησης του έθνους κράτους, με την διατήρηση μόνο των τυπικών χαρακτηριστικών του.
Ως αναλυτικό κείμενο, η έκθεση του STRATFOR είναι χαμηλού επιπέδου, ενδεικτική ίσως και της προϊούσας παρακμής του διανοητικού επιπέδου των αμερικανικών
υπηρεσιών και των κύκλων που συνδέονται με αυτές. Είναι γελοίο να
υποστηρίζεται π.χ. ότι η γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας είναι
εμπόδιο στην ταχυδρομική υπηρεσία και τη συλλογή φόρων! ‘Η να
παραλείπεται από την ανασκόπηση της ελληνικής ιστορίας η χιλιετής … λεπτομέρεια της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας!
Πιθανώς η έκθεση συνετάγη βιαστικά και πρόχειρα, ώστε να χρησιμεύσει σε
μια καμπάνια ψυχολογικού πολέμου εναντίον του ελληνικού
λαού και της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά και διεθνούς δυσφήμησης
της Ελλάδας. Να έχουμε δηλαδή μια επανάληψη όσων ζήσαμε πρόσφατα με τη διεθνή
επίθεση κατά της χώρας για τις οικονομικές επιδόσεις της, τη διαφθορά και την
κακοδιοίκησή της.
Τότε, η επιδίωξη ήταν να πεισθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα
άλλο από το να οδηγηθούμε στη λαιμητόμο της τρόικας, αλλά και να
δικαιολογηθεί η καμπάνια των αγορών και της Μέρκελ εναντίον μιας
ευρωπαϊκής χώρας. Τώρα, η επιδίωξη είναι να πεισθούμε, και μαζί μας όλος
ο κόσμος, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ότι η γεωπολιτική αξία του
«οικοπέδου» Ελλάς έχει εκμηδενισθεί, δεν μας μένει παρά να σκάσουμε και να υποταγούμε, όπως στην οικονομία δεν έχουμε άλλη λύση από το να κάνουμε ακριβώς ότι μας λένε. Χρεωκοπημένοι οικονομικά, χρεωκοπημένοι και γεωπολιτικά.
Το ότι αυτό επιχειρείται με πολύ χονδροειδή τρόπο, δείχνει πόσο λίγη εκτίμηση έχει η Ουάσιγκτον στην ελληνική πολιτική ηγεσία και το ελληνικό κρατικό σύστημα. Μεταχειρίζονται, ίσως όχι άδικα, τους πολιτικούς, τους αξιωματούχους και τους ειδικούς
μας ως άσχετους, τρομοκρατημένους ιθαγενείς. Γνωρίζουν επίσης ότι έχουν να κάνουν με μια εξαιρετικά υποτελή ελίτ της κακιάς ώρας, που μετράει την αξία της στον καθρέφτη του «ενδιαφέροντος» που προκαλεί στους «κυρίαρχους», στα «αφεντικά», στην Ουάσιγκτον, όπως μετράει την αξία της στην οικονομική διαχείριση ανάλογα με το πώς τη βλέπουν οι αγορές, εξ ου και αναγορεύει σε κριτήριο την αξιοπιστία έναντι των αγορών.
Ουδέν αναληθέστερον όμως - η ίδια η ύπαρξη της έκθεσης προδίδει την
τεράστια γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας, που χρησιμοποιούμενη ως
χαρτί από την Αθήνα, αν ξαναβρεί κάποτε μια μορφή, ένα βαθμό λαϊκής
κυριαρχίας, εθνικής ανεξαρτησίας και σοβαρότητας, θα μπορούσε όχι μόνο
να ανατάξει το διεθνές της στάτους, αλλά ίσως και να βοηθήσει στα
οικονομικά της προβλήματα. Για ποιο λόγο άλλωστε το STRATFOR αφιερώνει μια μελέτη στην εξουδετερωμένη πλέον στρατηγική αξία της Ελλάδας? Το ίδιο εντάσσει τη μονογραφία του σε μια σειρά μονογραφιών κρατών ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, στη συνέχεια όμως το ξεχνάει για να μας πει ότι η Ελλάδα δεν έχει πια καμμιά τέτοια σημασία!
Η Ελλάδα και η Κύπρος, τα δύο κράτη που κατοικούνται κατά πλειοψηφία από ‘Ελληνες, ελέγχουν μια ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου, από την έξοδο των
Στενών και τη Θεσαλλονίκη, μέχρι τη διώρυγα του Σουέζ και το Ισραήλ, που
είναι ένα από τα στρατηγικότερα σημεία της υφηλίου. Η «ελληνική» αυτή ζώνη
ελέγχει τα μετόπισθεν του Ισραήλ, την πρόσβαση του σλαβικού
κόσμου στη Μεσόγειο, και της «Γαλλογερμανίας» στη Μέση Ανατολή.
Γι’ αυτό, Εγγλέζοι και Αμερικανοί μετά, παθαίνουν, εδώ και δύο αιώνες,
υστερία κάθε φορά που υποπτεύονται συμμαχία Μόσχας-Αθήνας. Η Τουρκία
έχει μεγαλύτερη στρατηγική αξία, αλλά χωρίς την Ελλάδα, η αξία αυτή πέφτει
στο μισό. Η Σούδα και το Ακρωτήρι είναι τα βασικότερα στηρίγματα της
δυτικής στρατιωτικής προσπάθειας στη Μέση Ανατολή. Οι δύο χώρες είναι
μέλη της ΟΝΕ, η Ελλάδα και του ΝΑΤΟ, και διαθέτουν το θεσμικό χαρτί της ψήφου τους σε οργανισμούς που λειτουργούν με ομοφωνία, ενώ η Ελλάδα διαθέτει μια τεράστια
πολιτιστική ήπια ισχύ, ως σχεδόν κοιτίδα του πολιτισμού. Η περιοχή διαθέτει πιθανότατα τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ενώ παίζει σημαντικό ρόλο στα δίκτυα μεταφοράς τους. Η Ελλάδα είναι κρίσιμης σημασίας πελάτης των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολεμικών βιομηχανιών και εμπλέκεται σε δύο από τις βασικότερες αυτοκρατορικές στρατηγικές: την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την ολοκλήρωση του ελέγχου των Βαλκανίων στα πλαίσια μιας στρατηγικής νεοαναχαίτισης της Ρωσίας (στο ελληνικό βέτο άλλωστε έχει προσκρούσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια).
Αν δεχθούμε την άποψη του STRATFOR, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να κλείσει τη βάση της Σούδας και ούτε γάτα, ούτε ζημιά, ή η Κύπρος να δώσει μια βάση στο ρωσικό ναυτικό χωρίς αυτό να ενδιαφέρει κανένα. Θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ρωσικά οπλικά συστήματα για την άμυνά μας. Ακόμα και ένα παιδί δέκα χρονώ καταλαβαίνει ότι η πρόσδεση της Αθήνας στη δυτική συμμαχία είναι εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας για τη συμμαχία, πολύ περισσότερο από ότι για την Αθήνα. Μόνο μια Ελλάδα διατεθειμένη να εισπράξει χωρίς αντίρρηση κάθε είδους καρπαζιές θα εκμηδένιζε η ίδια την τεράστια στρατηγική της αξία. Μήπως αυτή είναι η ανομολόγητη επιδίωξη των συντακτών της έκθεσης; Να μας οδηγήσουν δηλαδή στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο εκτός από το να παραδοθούμε στις επιταγές των ΗΠΑ και του Ισραήλ;
Η άποψη των αναλυτών του stratfor ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει τα υλικά μέσα για να συντηρήσει την αεροναυτική δύναμη που της επιτρέπει να αμύνεται στο Αιγαίο, που ορθώς η έκθεση χαρακτηρίζει στρατηγική καρδιά της Ελλάδας, είναι απολύτως εσφαλμένη. Αν η Αθήνα βρει την ανεξαρτησία της, μπορεί να βρει τρόπο να αμυνθεί όχι μόνο με πολύ λιγότερο κόστος, αλλά και μετατρέποντας τις αμυντικές δαπάνες σε εργαλείο βιομηχανικής πολιτικής και πολυδιάστατης διπλωματίας. Θα έπρεπε άλλωστε εδώ και καιρό να συνδέσει οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδο στις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις με ένα πολυετές μορατόριουμ στην αγορά μειζόνων εξοπλιστικών συστημάτων από Ελλάδα και Τουρκία, που θα ήταν μια πολύ σοβαρότερη πολιτική από χαζοχαρούμενα και επικίνδυνα παιχνίδια με την εθνική κυριαρχία σε Αιγαίο και Κύπρο και τις αβαθείς κατά καιρούς «προσεγγίσεις» των δύο πρωτευουσών.
Οι ιδέες του STRATFOR θυμίζουν λίγο τις «ιδέες» που έριχναν διάφοροι Αμερικανοί επίσημοι και ανεπίσημοι στην αναμπομπούλα της σοβιετικής διάλυσης, προτείνοντας την αγορά από τις ΗΠΑ πότε της Σιβηρίας και πότε των σοβιετικών ατομικών όπλων. Τώρα εκμεταλλεύονται τη σύγχυση της ελληνικής κοινωνίας και την ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, στην καλύτερη περίπτωση, της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, επιδιώκοντας ρυθμίσεις που θα αφαιρέσουν από τον ελληνικό λαό την κυριαρχία που σήμερα ασκεί νομίμως στην Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
¨Οσο για την άποψη ότι η Ελλάδα πρέπει να μοιράσει το Αιγαίο με την Τουρκία, οι συντάκτες της έκθεσης δεν μπορούν να αγνοούν πως οι ¨Ελληνες βλέπουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η έντονη προβολή ως αναπόφευκτων τέτοιων ιδεών, μάλλον επιδιώκει να βάλει στα κεφάλια μας την ιδέα ότι, για να αποφύγουμε ένα τέτοιο μοίρασμα και όντας παντελώς χρεωκοπημένοι, δεν μας μένει παρά μία και μοναδική λύση: να αποδεχθούμε τον ρόλο όχι συμμάχων, αλλά πειθήνιων οργάνων της αμερικανικής και ισραηλινής πολιτικής. Η έκθεση υποστηρίζει ότι η Ευρώπη θα πετάξει την Ελλάδα έξω σε μια διετία, δεν μας εξηγεί όμως από πού της προκύπτει και αυτό και μια τέτοια αδιαφορία των Ευρωπαίων για τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Δεν εξετάζει άλλωστε καθόλου τον ρωσικό ή τον κινέζικο παράγοντα. ¨Όμως και η Μόσχα και το Πεκίνο ενδιαφέρονται και πολύ μάλιστα για την περιοχή μας.
Η περιγραφή μιας ανάδελφης Ελλάδας, που δεν έχει τα μέσα να υπερασπισθεί τον εαυτό της και να ασκήσει εξωτερική πολιτική είναι ανακριβής, δεν είναι όμως χωρίς σημασία, το αντίθετο. Περιγράφει όχι την πραγματικότητα, αλλά τον κίνδυνο για μας και την επιδίωξη για τους συντάκτες. Επιχειρώντας να τσακίσει την ελληνική αυτοπεποίθηση και να εντείνει τη σύγχυση της Αθήνας , θέλει να μεταβάλλει την πρόβλεψη σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Και θέλει βεβαίως να αποτρέψει την πιθανότητα, μέσα στην περίοδο αναταραχής και κρίσης που μπαίνει η Ελλάδα, να αναζητήσει ανεπιθύμητες για τα αμερικανικά κέντρα ισχύος διεξόδους.
Τρία συμπεράσματα οφείλει να βγάλει η Αθήνα. Πρώτον, ότι δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένη ούτε καν τη στοιχειώδη συμμαχική αλληλεγγύη, άρα πρέπει να αναπτύξει εναλλακτικούς άξονες πολιτικής. Δεύτερον, ότι επείγει μια γενναία, χωρίς παρωπίδες αναθεώρηση των βασικών αξόνων της εξωτερικής της πολιτικής μετά το 1996, που δεν έχουν άλλωστε αποδώσει παρά αποτυχίες. Τρίτον, ότι η χώρα χρειάζεται συμμάχους και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είναι δυνατόν να πάθει στρατηγική ασφυξία, γιατί δεν αρέσουν στους αμερικανούς φίλους των κυβερνώντων μας οι αγωγοί και τα όπλα από τη Ρωσία, τα δάνεια από την Κίνα, οι ανεξάρτητες σχέσεις με την παληά Ευρώπη, τον αραβομουσουλμανικό κόσμο, τους Κούρδους, τον τρίτο κόσμο. Δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα, εκτός από το δύσκολα αποκρυπτόμενο δέος μας απέναντι στον Ερντογάν και τον φόβο μας απέναντι στην Τουρκία, να αφομοιώσουμε και τους λόγους των τουρκικών διπλωματικών επιτυχιών. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναζητηθούν στη σχετική ανεξαρτησία της ¨Αγκυρας και στη σύνδεση της πολιτικής της με το βαθύ κύμα ανάδυσης των μη δυτικών κέντρων ισχύος, όπως ο μουσουλμανικός και ο τρίτος κόσμος ή η Ρωσία.
Το STRATFOR θέλει να μας πείσει ότι έχουμε κιόλας χάσει, για να μην δώσουμε τον αγώνα. Στο χέρι μας είναι, ακόμα, να αποφύγουμε την μείζονα εθνική καταστροφή που περιγράφει ως ήδη συντελεσθείσα. Δυστυχώς βέβαια, μεγαλύτερος κίνδυνος εθνικής ασφάλειας για τον ελληνικό λαό και από τα STATFOR, και από την Τουρκία και από τις αγορές, είναι συχνά ο τρόπος που οι ‘Ελληνες πολιτικοί διαχειρίζονται τη στρατηγική αξία και την εξωτερική πολιτική της χώρας, ο ευρωατλαντικός στραβισμός τους, επωφελής για τους ίδιους, εξαιρετικά επικίνδυνος για τη χώρα. Αυτά που η έκθεση υποστηρίζει ότι ήδη έγιναν, μπορούν να γίνουν. Η Ελλάδα μπορεί να «τελειώσει», καθώς δέχεται ταυτόχρονη γεωοικονομική και γεωπολιτική επίθεση, με μια οικονομία/κοινωνία υπό κατάρρευση, με την εθνική συνοχή της υπό απειλή και με ένα πολιτικό σύστημα που οργανώνει την υποδούλωση της χώρας διεθνώς, τη λεηλασία της εσωτερικώς. Ο ελληνικός λαός, το ελληνικό κράτος, το ελληνικό έθνος αντιμετωπίζουν ίσως τη σοβαρότερη απειλή στους δύο αιώνες της ανεξαρτησίας. Πρώτο βήμα για να την αντιμετωπίζουν είναι να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο και δεύτερο το ότι έχουν πολλά όπλα στα χέρια τους. Η πολιτική ηγεσία της χώρας οφείλει, αντί να μεταφέρει τις γεωοικονομικές και τις γεωπολιτικές πιέσεις στο εσωτερικό, να δρα υπέρ της χώρας διεθνώς!
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus, τεύχος Αυγούστου 2010