Η
γλώσσα, όπως όλα τα πράγματα, αλλάζει
μέσα στον χρόνο. Και αλλάζει με τον ίδιο τρόπο, που αλλάζει καθετί που χρησιμοποι- ούμε. Το παντελόνι που φοράμε αλλάζει από τη χρήση του: παλιώνει, αλλάζει χρώμα, σκίζεται κ.λπ.. Η γλώσσα αλλάζει, όπως το ρούχο, αλλά δεν χαλάει και δεν φθείρεται. Και δεν χαλάει, γιατί δεν παύει ποτέ να είναι το εργαλείο, με το οποίο επικοινωνούν οι άνθρωποι. Η γλώσσα περνάει από γενιά σε γενιά, από τη μάνα στο παιδί και από το παιδί στο δικό του παιδί, και έτσι συνεχίζει να κάνει τη δουλειά της. Μέσα στον χρόνο αλλάζουν οι ήχοι και χρησιμοποιούνται καινούργιες λέ- ξεις, για να μιλήσουμε για καινούργια πράγ- ματα. Η λέξη υπολογιστής ή κομπιούτερ π.χ. χρησιμοποιείται, για να ονομάσει ένα και- |
νούργιο εργαλείο, που δεν υπήρχε παλιά. Αντίθετα, η λέξη βοεβόδας,
που σήμαινε έναν αξιωματούχο στην περίοδο της τουρκοκρατίας ή η λέξη γαλέρα,
που σήμαινε έναν παλιό τύπο καραβιού με πανιά, δεν χρησιμοποιούνται σήμερα,
γιατί δεν υπάρχουν πια βοεβόδες και γαλέρες. Τις λέξεις αυτές τις χρησιμοποιούν
μόνο αυτοί, που ασχολούνται ειδικά με παλιότερες εποχές.
Και τις δύο αυτές λέξεις, βοεβόδας και γαλέρα, τις πήρε η ελληνική γλώσσα από άλλες γλώσσες, τις δανείστηκε. Αυτό γίνεται συνεχώς. Όλες οι γλώσσες δανείζουν η μία στην άλλη. Σήμερα, στα ελληνικά υπάρχουν πολλές λέξεις, που προέρχονται από τα αγγλικά: μπαρ, κομπιούτερ, από τα γαλλικά: ασανσέρ, από τα τουρκικά: καβγάς, μεράκι. Αλλά και οι γλώσσες αυτές έχουν με τη σειρά τους δανειστεί από τα ελληνικά. Η λέξη ντίσκο, που μας φαίνεται αγγλική, προέρχεται από την ελληνική λέξη δίσκος (δισκοθήκη). Η λέξη anahtar στα τουρκικά σημαίνει κλειδί και βγαίνει από την ελληνική λέξη ανοιχτήρι.
Οι γλώσσες λοιπόν, δεν έχουν σύνορα. Καθώς αλλάζει ο κόσμος γύρω μας, δανειζόμαστε από άλλες γλώσσες ή δανείζουμε σε άλλες γλώσσες, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για καινούργια πράγματα. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε γιατί η γλώσσα, σε αντίθεση με το παντελόνι που φοράμε, αλλάζει χωρίς να χαλάει. Προσαρμόζεται πάντα στις καινούργιες συνθήκες.
Μπορεί όμως κάποτε να χαθεί μια γλώσσα. Μια γλώσσα χάνεται, όταν δεν έχει πια ανθρώπους να τη μιλούν, δηλαδή δεν έχει ομιλητές. Και αυτό συμβαίνει, όταν μια κοινότητα ανθρώπων, που μιλάει μια γλώσσα, ζει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί μια άλλη γλώσσα. Κυριαρχεί γιατί τη μιλούν πολύ περισσότερο, και γιατί αυτοί που τη μιλούν έχουν πολιτική και κοινωνική δύναμη. Έτσι, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, κοινότητες που μιλούσαν ελληνικά (ελληνόφωνες κοινότητες), αλλά ήταν απομονωμένες στα βάθη της Ανατολής, έπαψαν να μιλούν ελληνικά και έγιναν τουρκόφωνες. Οι ιρλανδοί, που ζούσαν κάτω από την κυριαρχία των άγγλων, έχασαν τη δική τους παλιά γλώσσα και έγιναν, οι περισσότεροι, αγγλόφωνοι.
Και τις δύο αυτές λέξεις, βοεβόδας και γαλέρα, τις πήρε η ελληνική γλώσσα από άλλες γλώσσες, τις δανείστηκε. Αυτό γίνεται συνεχώς. Όλες οι γλώσσες δανείζουν η μία στην άλλη. Σήμερα, στα ελληνικά υπάρχουν πολλές λέξεις, που προέρχονται από τα αγγλικά: μπαρ, κομπιούτερ, από τα γαλλικά: ασανσέρ, από τα τουρκικά: καβγάς, μεράκι. Αλλά και οι γλώσσες αυτές έχουν με τη σειρά τους δανειστεί από τα ελληνικά. Η λέξη ντίσκο, που μας φαίνεται αγγλική, προέρχεται από την ελληνική λέξη δίσκος (δισκοθήκη). Η λέξη anahtar στα τουρκικά σημαίνει κλειδί και βγαίνει από την ελληνική λέξη ανοιχτήρι.
Οι γλώσσες λοιπόν, δεν έχουν σύνορα. Καθώς αλλάζει ο κόσμος γύρω μας, δανειζόμαστε από άλλες γλώσσες ή δανείζουμε σε άλλες γλώσσες, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για καινούργια πράγματα. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε γιατί η γλώσσα, σε αντίθεση με το παντελόνι που φοράμε, αλλάζει χωρίς να χαλάει. Προσαρμόζεται πάντα στις καινούργιες συνθήκες.
Μπορεί όμως κάποτε να χαθεί μια γλώσσα. Μια γλώσσα χάνεται, όταν δεν έχει πια ανθρώπους να τη μιλούν, δηλαδή δεν έχει ομιλητές. Και αυτό συμβαίνει, όταν μια κοινότητα ανθρώπων, που μιλάει μια γλώσσα, ζει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί μια άλλη γλώσσα. Κυριαρχεί γιατί τη μιλούν πολύ περισσότερο, και γιατί αυτοί που τη μιλούν έχουν πολιτική και κοινωνική δύναμη. Έτσι, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, κοινότητες που μιλούσαν ελληνικά (ελληνόφωνες κοινότητες), αλλά ήταν απομονωμένες στα βάθη της Ανατολής, έπαψαν να μιλούν ελληνικά και έγιναν τουρκόφωνες. Οι ιρλανδοί, που ζούσαν κάτω από την κυριαρχία των άγγλων, έχασαν τη δική τους παλιά γλώσσα και έγιναν, οι περισσότεροι, αγγλόφωνοι.
|
Γλωσσικές επαφές:
Παραδείγματα από τα νέα ελληνικά
Οι συναντήσεις της ελληνικής γλώσσας με άλλες γλώσσες άφησαν «σημάδια». Έτσι, στα νεότερα χρόνια η επαφή με τους οθωμανούς τούρκους, ως κυρίαρχους, είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στα ελληνικά πολλών τουρκικών λέξεων, αρκετές από τις οποίες επιζούν ακόμα: πασάς, ντέρτι, μεράκι, καβγάς, γινάτι, χατίρι, κέφι, χαλάλι και πολλές άλλες.
Αλλά και η τουρκική γλώσσα δανείστηκε ελληνικές λέξεις. Ήδη αναφέραμε τη λέξη Anahtar και το kilit, που σημαίνουν και οι δύο «κλειδί» και προέρχονται η μία από το ελληνικό ανοιχτήρι και η δεύτερη από τη λέξη κλειδί. Πολλοί επίσης από τους όρους της τουρκικής, που αναφέρονται σε ψάρια, είναι ελληνικής προέλευσης, π.χ. levrek, λαβράκι.
Γλωσσικές ανταλλαγές έγιναν επίσης μεταξύ της ελληνικής και άλλων γλωσσών, με τις οποίες ήρθαν σε επαφή οι έλληνες: αλβανική (π.χ. οι λέξεις λουλούδι και μπέσα), ιταλική (π.χ.καπέλο, παντελόνι) και άλλες.
Μερικές φορές οι ανταλλαγές αυτές κάνουν έναν ολόκληρο «κύκλο». Έτσι π.χ. η λέξη μπάνιο είναι δάνειο από τα ιταλικά (bagno). Στα ιταλικά όμως, η λέξη αυτή είναι δάνειο πολύ παλιό (από την εποχή των λατινικών, που είναι ο «πρόγονος» της ιταλικής) από την αρχαία ελληνική λέξη βαλανείον, λουτρό, στα λατινικά balineum. Η ελληνική λέξη βαλανείον μπήκε στη λατινική γλώσσα ως balineum, έγινε bagno στα ιταλικά και ξαναγύρισε στα ελληνικά ως μπάνιο.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση της αρχαίας ελληνικής λέξης κωνώπιον, ντιβάνι με κουνουπιέρα: μπήκε στα λατινικά ως conopium και canapeum, έγινε στα γαλλικά canapé, και ξαναγύρισε στα ελληνικά ως καναπές.
Ο δανεισμός ανάμεσα στις γλώσσες είναι ο «απόηχος» της ιστορίας των λαών, που τις μιλούν. Μεγάλες ή μικρές, άμεσες ή έμμεσες,φιλικές ή εχθρικές, ισότιμες ή ανισότιμες επαφές ανάμεσα σε λαούς οδηγούν σε γλωσσικές ανταλλαγές. Μέσα από τέτοιους «δρόμους» ήρθε η νεότερη ελληνική σε επαφή με τις γλώσσες, που αναφέραμε. Αργότερα, θα έρθει σε επαφή με τα γαλλικά, που τον 18ο, τον 19ο και ως τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν η γλώσσα της διπλωματίας, των διεθνών επαφών και του πολιτισμού. Λέξεις, όπως ασανσέρ, μαντάμ,μπορντούρα, μποέμ και πολλές άλλες θα μπουν στα ελληνικά ως δάνεια από τα γαλλικά.
Τη θέση των γαλλικών θα πάρουν κατόπιν τα αγγλικά, που είναι σήμερα η γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας. Από τα αγγλικά θα μπουν στα ελληνικά λέξεις, όπως μπαρ, γκολ, πάρτι και πολλές άλλες.
Σε υστερότερα
κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Όμηρος, Σαπφώ, Ηρόδοτος κ.ά.)
βρίσκουμε και άλλες λέξεις σημιτικής προέλευσης, αρκετές από τις οποίες
χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα: κρόκος, σινδών (το σημερινό σεντόνι), σάκκος,
κάδος, ἀρραβών, δέλτος. Ο χριστιανισμός, που ξεκίνησε από μια περιοχή
(την Ιουδαία), όπου μιλιούνταν σημιτικές γλώσσες (εβραϊκά, αραμαϊκά), θα
προσθέσει στην ελληνική και άλλα δάνεια: Σάββατον, αμήν, Πάσχα κ.ά.
Η επαφή λοιπόν της
αρχαίας ελληνικής με τις σημιτικές γλώσσες αρχίζει σε μια πολύ πρώιμη εποχή,
όπως δείχνουν τα κείμενα της γραμμικής Β. Και αυτό εξηγείται από το γεγονός,
ότι σημιτικές γλώσσες μιλούσαν παλιοί πολιτισμοί της Ανατολής από τους
οποίους οι έλληνες (ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια) άντλησαν γνώσεις και
προϊόντα. Και μαζί με τις γνώσεις και τα προϊόντα πέρασαν στην ελληνική και
τα σημιτικά δάνεια. Ας μην ξεχνάμε, ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι δανεισμένο
από τους φοίνικες, έναν σημιτικό λαό της ανατολικής Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι
λέξεις (εκτός από το έψιλον, το όμικρον, το ύψιλον και το ωμέγα), που
ονομάζουν τα γράμματα της αλφαβήτου (άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα κλπ.) είναι
σημιτικές.
|
Τα μυστικά
της γλωσσικής επαφής
Σκεφτείτε για λίγο τί είναι αυτό που έκανε τους τούρκους να δανειστούν τις λέξεις για την έννοια κλειδί από τα ελληνικά. Κι αν αυτό σας δυσκολεύει, σκεφτείτε τους λόγους, που έκαναν τους έλληνες στα χρόνια της τουρκοκρατίας να δανειστούν τη λέξη πασάς. Εύκολα θα απαντήσετε στο δεύτερο ερώτημα λέγοντας, ότι χρειάζονταν τη λέξη αυτή, γιατί αναφερόταν σε τούρκους αξιωματούχους, που τους κυβερνούσαν.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, με τη διαφορά, ότι πρέπει να ξέρει κανείς περισσότερα πράγματα για την ιστορία του τουρκικού λαού. Οι τούρκοι ξεκίνησαν από την Κεντρική Ασία ως νομάδες (δηλαδή ως πληθυσμοί μετακινούμενοι, που ζούσαν κυρίως από την κτηνοτροφία) και κινήθηκαν προς τα δυτικά, για να αρχίσουν να εγκαθίστανται γύρω στον 10ο-11ο αιώνα μ.Χ. στη Μικρά Ασία, στις περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι, συναντήθηκαν με την ελληνική γλώσσα. Οι τούρκοι, ως νομάδες, δεν κατοικούσαν σε μόνιμα σπίτια, αλλά σε σκηνές. Και για τις σκηνές δεν χρειάζονται, όπως ξέρουμε, κλειδιά! Όταν άρχισαν να αποκτούν μόνιμες εγκαταστάσεις, τότε χρειάστηκαν και τη λέξη για την έννοια κλειδί. Και αυτή τη λέξη τη δανείστηκαν από τους έλληνες.
Οι γλώσσες λοιπόν, δανείζονται για να ονομάσουν καινούργια πράγματα. Τα καινούργια πράγματα μπαίνουν στη ζωή ενός λαού κουβαλώντας και το όνομά τους. Αλλά το όνομα αυτό προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά της νέας του πατρίδας. Έτσι η λέξη κλειδί στα τουρκικά γίνεται kilit. Η λέξη βαλανείον στα λατινικά γίνεται balineum. Η γαλλική λέξη bordure στα ελληνικά γίνεται μπορντούρα. Η αγγλική λέξη party στα ελληνικά γίνεται πάρτι, που προφέρεται με τους κανόνες της ελληνικής και είναι ουδέτερο, όπως το χέρι, το πόδι κ.λπ.. Επιπλέον, μπορεί να αποκτήσει υποκοριστική μορφή: παρτάκι.
|
«Χαλάει» τις γλώσσες ο δανεισμός;
Στο ερώτημα αυτό έχουμε ήδη δώσει απάντηση. Οι γλώσσες δεν χαλάνε, αλλάζουν. Και ο δανεισμός είναι μορφή γλωσσικής αλλαγής. Ο δανεισμός εξυπηρετεί ανάγκες και συμβαίνει γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επιπλέον, τα δάνεια προσαρμόζονται στη νέα γλωσσική τους πατρίδα και γίνονται κομμάτι της. Πόσοι από εμάς, που μιλούμε τα νέα ελληνικά αισθανόμαστε τη λέξη σπίτι σαν ξένη; Κι όμως είναι δάνειο, όπως θα δούμε της ελληνικής γλώσσας από τα λατινικά.
Το λεξιλόγιο όλων των γλωσσών είναι σε σημαντικό ποσοστό προϊόν δανεισμού. Στα αρχαία ελληνικά π.χ. ένα μεγάλο ποσοστό των λέξεων για τον κόσμο των φυτών και των ζώων (π.χ. κυπάρισσος, το σημερινό κυπαρίσσι, πέρκη, η σημερινή πέρκα) προέρχεται από χαμένες, άγνωστες γλώσσες (τις λέμε προελληνικές), που μιλιούνταν από πληθυσμούς, που ζούσαν σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου πριν εγκατασταθούν οι έλληνες. Από αυτούς δανείστηκαν οι έλληνες ένα μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της χλωρίδας(των φυτών) και της πανίδας (των ζώων), για να ονομάσουν όψεις του καινούργιου γι' αυτούς μεσογειακού περιβάλλοντος. Κάτι ανάλογο με αυτό, που έγινε στην περίπτωση των τούρκων και των δάνειων λέξεων kilit, anahtar.
Ο δανεισμός λοιπόν δεν «χαλάει» τις γλώσσες, απλά γιατί οι γλώσσες δεν «χαλάνε». Αντίθετα τις εμπλουτίζει. Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος, που συμβαίνει η διαδικασία του δανεισμού.
Θα μπορούσε όμως κανείς να διατυπώσει την εξής αντίρρηση. Δεν θα ήταν καλύτερο αντί να λέμε μπαρ να χρησιμοποιούμε την ελληνικής προέλευσης λέξη κυλικείο (που βγαίνει από την αρχαία ελληνική λέξη κύλιξ, που δηλώνει ένα είδος κούπας απ' όπου έπιναν κρασί), και αντί να λέμε πάρτι να λέμε συμπόσιο, συνεστίαση; Η απάντηση είναι ναι, αρκεί να μην πιστεύουμε, ότι εφόσον δεν γίνεται αυτό, η γλώσσα «χαλάει», «καταστρέφεται». Άλλωστε, με έναν τέτοιο τρόπο, δημιουργήθηκε, σε σημαντικό ποσοστό, η κοινή νέα ελληνική, με τη μετάφραση ή απόδοση ξένων όρων στα ελληνικά.
Έτσι, το ντοβλέτι, η τουρκική αυτή λέξη, αποδόθηκε με την αναβίωση ενός αρχαίου ελληνικού όρου: εξουσία. Η ιταλικής προέλευσης λέξη γκουβέρνο αποδόθηκε με την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής λέξης κυβέρνησις. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία απόδοσης ξένων όρων, με τη χρήση «ντόπιου» γλωσσικού υλικού δεν πετυχαίνει πάντα απόλυτα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν πετυχαίνει καθόλου.
Πριν μιλήσουμε για τις λέξεις πάρτι και μπαρ, που αναφέραμε πιο πριν, ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα. Η λέξη fax είναι δάνειο από τα αγγλικά. Έγινε, και γίνεται ακόμα από ορισμένους, η προσπάθεια να αποδοθεί στα ελληνικά ως τηλεομοιότυπο. Η απόδοση αυτή δεν «έπιασε». Και δεv«έπιασε», γιατί είναι σκέτος σιδηρόδρομος. Έτσι, επικρατεί η λέξη fax προσαρμοσμένη, όπως γίνεται πάντα, στη δομή της ελληνικής γλώσσας. Εμφανίζεται δηλαδή ως ουδέτερο: το φαξ.
|
Ας δούμε τώρα τη λέξη μπαρ. Η λέξη κυλικείο χρησιμοποιείται, αλλά δεν έχει εκτοπίσει τη λέξη μπαρ. Κι αυτό γιατί περιορίζεται σε μια ειδική κατηγορία παρόμοιων χώρων: σε σχολεία, νοσοκομεία κλπ. Η λέξη μπαρ «επιμένει», γιατί αποδίδει καλύτερα από τις ελληνικές αποδόσεις το είδος της ξενικής προέλευσης διασκέδασης με την οποία συνδέεται: ξένη μουσική, ποτό (χωρίς φαΐ).
Αντίστοιχα, η λέξη πάρτι «επιμένει», γιατί καμία απόδοση στα ελληνικά (π.χ. συνεστίαση, χοροεσπερίδα) δεν αποδίδει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του είδους διασκέδασης: νεανική συγκέντρωση, ξένη μουσική, χορός.
Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα που φωτίζει το ζήτημα που ψάχνουμε. Η λέξη καβγάς είναι δάνειο από τα τουρκικά. Η λέξη αυτή επιμένει να είναι ζωντανή στα νέα ελληνικά, παρόλο που υπάρχουν, και χρησιμοποιούνται, λέξεις ελληνικής προέλευσης με παρόμοιο νόημα: διαμάχη, φιλονικία. Αλλά πού και πώς χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις; Δεν χρησιμοποιούνται στον καθημερινό, οικείο λόγο, αλλά στον γραπτό λόγο ή σε πιο «επίσημες» και λιγότερο καθημερινές προφορικές χρήσεις. Ακριβώς επειδή οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται σε τέτοιου είδους πλαίσια είναι «ψυχρότερες», παρόλο που είναι φτιαγμένες από ελληνικό γλωσσικό υλικό. Και χρησιμοποιούνται σε τέτοιου είδους πλαίσια, γιατί προέρχονται από αυτό, που ονομάζεται λόγια γλώσσα ή καθαρεύουσα. Πρόκειται για ένα είδος γλώσσας, που κυριάρχησε μέχρι το 1976 στη Ελλάδα και προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα διατηρώντας την κλίση της και ένα μέρος του λεξιλογίου της.
Οι λόγιες λέξεις, ακριβώς επειδή δεν ανήκουν στο καθημερινό, οικείο λεξιλόγιο, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν λέξεις οι οποίες, παρόλο που δεν είναι ελληνικής προέλευσης, ανήκουν στο καθημερινό, οικείο λεξιλόγιο και έχουν τη «θέρμη», την αμεσότητα της καθημερινής χρήσης. Έτσι, η τουρκικής προέλευσης λέξη καβγάς εξακολουθεί να είναι ζωντανή στο καθημερινό λεξιλόγιο, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για τις ελληνικής προέλευσης λέξεις διαμάχη, φιλονικία. Το παράδειγμα που συζητήσαμε, και θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά άλλα, δείχνει καθαρά πόσο επιπόλαιο και πόσο μακριά από τη φύση της γλώσσας είναι να στιγματίζονται τα δάνεια και να θεωρούνται είτε ως «ξένο σώμα» είτε ως «παθολογία» και «ρύπανση», δηλαδή «βρώμισμα», της γλώσσας.
|
Επίλογος
Όπως είπαμε, οι γλώσσες αλλάζουν, δεν χαλάνε. Ο δανεισμός ούτε «χαλάει» ούτε «βρωμίζει» τις γλώσσες. Όλες οι γλώσσες δανείζονται η μία από την άλλη (γιατί το χρειάζονται, για να μιλήσουν για νέα πράγματα) και είναι όλες, σε σημαντικό ποσοστό, γεννήματα των επαφών με άλλες γλώσσες και άλλους πολιτισμούς.
Η ίδια η αρχαία ελληνική γλώσσα, που τόσο τη θαύμαζε το κίνημα της γλωσσικής νοσταλγίας, δανείστηκε δραστικά, όπως είδαμε, από άλλες γλώσσες. Το 40% περίπου του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι προϊόν δανεισμού. «Καθαρές» γλώσσες δεν υπάρχουν, γιατί οι λαοί και οι πολιτισμοί δεν ζουν σε γυάλες αλλά σε συνεχή επαφή, εχθρική ή φιλική, μεταξύ τους.
freeinquiry.gr
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα
από το βιβλίο: «Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας»,
που έχει αναρτηθεί στο: www.greek-language.gr
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα
από το βιβλίο: «Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας»,
που έχει αναρτηθεί στο: www.greek-language.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου