Χρεωκοπία της Νεοελλάδας:
Ανεξάρτητη από διεθνή κρίση ή επιθέσεις στο ευρώ
Πατριωτισμός:
Το τελευταίο καταφύγιο των -νεοελλήνων- απατεώνων
Στα πλαίσια της απελπισμένης αναζήτησης εξωτερικών εχθρών, στους οποίους να μπορούν να καταλογιστούν διάφορα «σπασμένα», η σημερινή νεοελληνική κυβέρνηση έχει εστιάσει τις -προπαγανδιστικές- προσπάθειές της σε ένα φαντασιώδες υβρίδιο φτιαγμένο από «διεθνή οικονομική κρίση», «κερδοσκοπικές επιθέσεις στο ευρώ» και … «κακούς Γερμανούς», που δεν μας αφήνουν να δανειστούμε για να ξελασπώσουμε.
Βέβαια, ο προφανής στόχος της κυβέρνησης είναι να δημιουργηθεί μέσα στο μυαλό των υπηκόων ένας αχταρμάς θολούρας και παρερμηνείας. Γιατί, ασχέτως τού σημερινού συγκυριακού και μόνον συσχετισμού τους, άλλο πράγμα είναι η οικονομική κρίση, άλλο η επίθεση διεθνών κερδοσκόπων εναντίον του ευρώ και άλλο οι «κακοί Γερμανοί». Αυτό που πρέπει πάση θυσία να αποκρυφθεί είναι οι αποκλειστικές ευθύνες της Νεοελλάδας για την σημερινή κοινωνική (και όχι απλώς οικονομική) της χρεωκοπία.
Μιά ανασκόπηση της πολύ πρόσφατης
νεοελληνικής οικονομικής ιστορίας
Αυτό που δεν λένε στο ρωμιό οι ταγοί του είναι, ότι για τη σημερινή αδιέξοδη κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας δεν φταίει ούτε η διεθνής οικονομική κρίση, ούτε οι επιθέσεις των κερδοσκόπων στο ευρώ, ούτε οι κακοί Γερμανοί, που δεν μας δανείζουν, αλλά ότι η χώρα οδηγήθηκε αυτοβούλως σε αυτή την κατάσταση εντελώς ανεξάρτητα από τις παραπάνω εκ τού πονηρού παρουσιαζόμενες ως αιτίες.
Και ιδού πώς:
Επί τρείς δεκαετίες ύπαρξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και ειδικά στις δεκαετίες του 1980 και 1990) η Νεοελλάδα δέχτηκε έναν πακτωλό χρηματικών επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων, ενισχύσεων, χρηματικών πακέτων, κεφαλαίων κ.λπ. από τα διάφορα ευρωπαϊκά κοινοτικά ταμεία. Τέτοιες κολοσσιαίες ποσότητες χρήματος δεν είχαν εισρεύσει ποτέ στο νεοελληνικό κράτος. Πρέπει επίσης να επισημανθεί, ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν δωρεάν με μόνη «υποχρέωση» της Νεοελλάδας να τα χρησιμοποιήσει για να φτιάξει υποδομές σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας, π.χ. ασφαλείς δημόσιους αυτοκινητοδρόμους και λιμάνια, σοβαρό δημόσιο σύστημα υγείας, αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ..
Τεράστιες ποσότητες χρημάτων χαρίστηκαν επίσης (μέσω κρατικών διόδων) σε ιδιώτες, που θεωρήθηκε, ότι εκπλήρωναν προδιαγραφές σοβαρών επενδυτών, ώστε να δημιουργηθούν γερές βάσεις για μια αγροτική και βιομηχανική παραγωγή σύγχρονου τύπου. Οι λίγο μεγαλύτεροι θα θυμούνται την καταναλωτική (αλλά όχι και παραγωγική) ευμάρεια, ειδικά της δεκαετίας του 1980. Θα θυμούνται μια άλλη Νεοελλάδα, η οποία (σε αντίθεση με τη σημερινή) έδινε την εντύπωση, ότι κολυμπούσε στο χρήμα και στην ευθυμία.
Το πρόβλημα με όλα αυτά τα μυθώδη χρηματικά πακέτα, που χορηγήθηκαν στη Νεοελλάδα είναι, ότι η διαμοίρασή τους και ο τρόπος διαχείρισής τους δεν έγιναν από τους χορηγούς τους (δηλαδή από την τότε Ε.Ο.Κ.), αλλά (σύμφωνα με το στερεότυπο των αφελών κουτόφραγκων, που τους εξαπατά ο κάθε κουτοπόνηρος νεοέλληνας ταξιτζής), χωρίς να προσπαθήσει η Ε.Ο.Κ. να αποσπάσει καμμία εγγύηση για τον τρόπο διαχείρισής τους, δόθηκαν εν λευκώ στο νεοελληνικό κρατίδιο (ένα εγγενώς παραδομένο στην απόλυτη διαφθορά νεοβυζαντινό απολειφάδι - βλ. Διαφθορά - διαπλοκή: Από το Βυζάντιο... στο Βατοπέδι).
Το αναμενόμενο αποτέλεσμα ήταν, ότι:
α. Τα χρήματα που προορίζονταν για την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων δόθηκαν σε «ημετέρους» με ανύπαρκτη επενδυτική διάθεση, οι οποίοι (σαν γνήσια ελλαδίτικα βλαχαδερά) «επένδυσαν» μέχρι την τελευταία δεκάρα στην προσωπική τους νεόπλουτη κατανάλωση αγοράζοντας Mercedes, φτιάχνοντας δύο και τρία εξοχικά σπίτια (κατά προτίμηση με πισίνα), ή φυγαδεύοντας το «παραδάκι» σε ελβετικές τράπεζες κ.λπ. (υπολογίζεται ότι, μόνο το 1/40 των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων προς νεοέλληνες ιδιώτες διατέθηκε τελικά σε επενδυτικές δραστηριότητες…).
β. Tα χρήματα που προορίζονταν για την τεχνική αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα (π.χ. την δημιουργία ενός σύγχρονου φοροελεγκτικού μηχανισμού, από τον οποίο δεν θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει κάποιος) και για την δραστική αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών, κατασπαταλήθηκαν σε παχυλά επιδόματα διευθυντών, υποδιευθυντών, γραμματέων, συνδικαλιστών (και στις γκόμενες όλων αυτών), σε αγορές υπερπολυτελών αυτοκινήτων για τα πρωτοκλασάτα στελέχη υπουργείων και άλλων δημοσίων οργανισμών, σε «λαδώματα» και «μίζες» πολιτικών κάθε φορά που γνωστοί τους μεγαλοεργολάβοι επρόκειτο να αναλάβουν (με «αδιάβλητους» φυσικά διαγωνισμούς…) δημόσια «έργα» (π.χ. εθνικοί δρόμοι επικίνδυνα ελεεινής ποιότητας, ή άχρηστα, αλλά υπερτιμολογημένα φτηνιάρικα «έργα» ενός εντελώς επιφανειακού και βιτρινοειδούς «εξευρωπαϊσμού» της χώρας), σε διάφορες υπερτιμολογήσεις, σε δήθεν χρηματοδότηση εικονικών επιμορφωτικών δραστηριοτήτων (ψευδοσεμιναρίων με εντυπωσιακούς τίτλους, για να «ψαρώνουν» οι αφελείς Ευρωπαίοι) και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
γ. Oι εγχώριοι αγρότες (οι πραγματικοί και όχι του Κολωνακίου), έρμαια και τότε, όπως σήμερα, των παρασιτικών χονδρεμπόρων μεσαζόντων, αποκοιμήθηκαν κυριολεκτικά με τις αγροτικές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και δεν έφτιαξαν υποδομές, ώστε να ανταγωνιστούν και να ξεριζώσουν το κοινωνικοοικονομικό καρκίνωμα της χονδρεμπορικής μεσιτείας αγροτικών προϊόντων (βλ. π.χ. καρτέλ γαλακτοκομικών κ.ά.), που τούς πατάει σαν μπότα στο πρόσωπο, ώστε να «παίζουν στα ίσα» τους αγρότες της Γαλλίας, της Ολλανδίας κ.ά..
Να επισημάνουμε επίσης, ότι ακόμα και η εκκλησία (ναι, αυτή η ίδια ορθόδοξη εκκλησία, που από τις παραμονές του 1821 αφόριζε τους Ευρωπαίους ως άθεους και ως…Διαφωτιστές!) καταχράστηκε μπόλικο ευρωπαϊκό χρήμα χάρις στην προνομιακή θέση που έχει κατακτήσει στην εθνική οικονομία: απολαμβάνοντας ένα επίτηδες θολό ημιδημόσιο / ημιιδιωτικό καθεστώς και υφαρπάζοντας ευρωπαϊκό χρήμα, π.χ. τόσο για «συντήρηση μνημείων», όσο και για τις «ιερές» επιχειρηματικές της δραστηριότητες.
Στη συνέχεια, η παρασιτική νεοελληνική «αστική» τάξη νεοφεουδαρχών / νεοκοτσαμπασήδων (επίγονοι των παρασιτικών φεουδαρχών του Βυζαντίου και μετέπειτα κοτσαμπασήδων της Τουρκοκρατίας, μαζί με τους παρατρεχάμενούς τους πολιτικάντηδες / νεοφαναριώτες σκέφτηκε, ότι αν έμπαινε και στην Ο.Ν.Ε. (Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση) θα μπορούσε να καλύπτει κάτω από τη σκέπη ενός ισχυρού κοινού νομίσματος τις κουτοπονηριές της.
Για την ακρίβεια δεν χρειαζόταν να μπεί η χώρα σε ολόκληρη την Ο.Ν.Ε. αλλά, μόνο στην… Ν.Ε.. Με άλλα λόγια δεν υπήρχε λόγος να συγκλίνει οικονομικά η Νεοελλάδα με τη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη, π.χ. να αποκτήσει υπολογίσιμη αγροτική παραγωγή, ή σοβαρές βιομηχανικές προδιαγραφές (άλλωστε η δυνατότητα σύγκλισης είχε πάψει να υφίσταται, αφού, όπως είδαμε, τα χρήματα, που είχαν δωρισθεί γι΄ αυτούς τους σκοπούς, είχαν προ πολλού κάνει φτερά).
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα ανοιγόταν στα εγχώρια λαμόγια ως πεδίο δόξης λαμπρόν. Αρκούσε απλώς να (ξανα)εξαπατηθούν οι «κουτόφραγκοι» με μερικές «δημιουργικές» λογιστικές τρίπλες (εθνικό σπορ) από αυτές, στις οποίες ειδικεύεται και ο τελευταίος νεοέλληνας φοροφυγάς. Εξυφάνθηκε φυσικά και η κατάλληλη διαπλοκή (το έτερο εθνικό σπορ) με κάποιους διεθνείς «οίκους», ώστε να αποκτηθούν διεθνή εχέγγυα και η εξαπάτηση να γίνει πειστικότερη. Έτσι η Νεοελλάδα απέκτησε ένα «σκληρό» νόμισμα, για να μπορούν οι εγχώριοι απατεώνες (ψευτοβιομήχανοι, μεγαλέμποροι / μεσάζοντες, καρτέλ κ.λπ.) να διασπείρουν το ρίσκο των «εργασιών» τους, να τις κάνουν πιο νομιμοφανείς και να παριστάνουν διεθνώς τους αξιοσέβαστους «επιχειρηματίες» (που όμως οι επιχειρήσεις τους, είτε παρασιτοζωούν εις βάρος της κοινωνίας κερδοσκοπώντας και φοροδιαφεύγοντας αγρίως, είτε είναι εικονικές και για ξέπλυμα χρήματος -σε καμμία περίπτωση πάντως δεν πρόκειται για επιχειρήσεις που παράγουν πραγματικά).
Επίσης, σε μια οικονομία που δεν έχει συγκλίνει ουσιαστικά (παρά μόνον πλασματικά-λογιστικά) με τις ευρωπαϊκές, η εισαγωγή του ευρώ άνοιξε (όπως ξέρουμε πλέον) την κοινωνία ως ξέφραγο αμπέλι στους εγχώριους κερδοσκόπους (π.χ. καρτέλ των σούπερ μάρκετς), με τις ευλογίες φυσικά όλων των εγχωρίων κυβερνήσεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την άγρια λεηλασία τής (ήδη χαμηλής σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε.) εγχώριας αγοραστικής δύναμης, άρα και την γενικότερη παρασιτική απομύζηση / εξασθένιση της κοινωνίας.
Η κατασπατάληση του ευρωπαϊκού πλούτου που χορηγήθηκε στην Νεοελλάδα, σε συνδυασμό με την παροιμιώδη διαφθορά και ωμότητα τών εγχωρίων νεοφεουδαρχών και νεοφαναριωτών (π.χ. το άδειασμα του αποθεματικού των ασφαλιστικών ταμείων, το οποίο διασκορπίστηκε σε διάφορους εσωτερικούς δανεισμούς / αλχημείες, ή «επενδύθηκε» -και εξαφανίστηκε- στο …χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα οι νεοέλληνες να φορτωθούν κάμποσα επιπλέον χρόνια εργασίας και χαράς, μέχρι να -και αν- πάρουν σύνταξη), ή με την εκτεταμένη και κοινωνικώς αποδεκτή φοροδιαφυγή τών περισσοτέρων μή μισθωτών, έγραψαν προοδευτικά το χρονικό μιας προαναγγελθείσας πτώχευσης.
Η γύμνια της (β)ρωμιοσύνης
Βέβαια, μιά του κλέφτη, δυό του κλέφτη, με αφορμή την διεθνή οικονομική κρίση και τις επιθέσεις των κερδοσκόπων στο ευρώ, φάνηκε η γύμνια της ρωμιοσύνης, της «οικονομίας» της, των επιχειρηματικών και συναλλακτικών ηθών της, αλλά και γενικότερα των ηθών της. Οι κουτόφραγκοι «ξύπνησαν», κατάλαβαν, ότι τόσον καιρό που αυτοί έχτιζαν τις σύγχρονες οικονομίες τους, οι ρωμηοί αγόραζαν (με ευρωπαϊκό χρήμα) Mercedes και αλληλοδωροδοκούνταν. Kαι αποφάσισαν, ότι δεν θα στηρίξουν με περαιτέρω «χορηγίες» την αντιπαραγωγική, παρασιτική και δικαίως πτωχευμένη βδέλλα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Κι όπως πολύ σωστά υποδεικνύουν, «είναι καιρός, η Ελλάδα να αρχίσει να τα καταφέρνει μόνη της».
Σήμερα η χώρα της ρωμιοσύνης έχει απωλέσει την διεθνή αξιοπιστία της (η οποία, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ποτέ ιδιαιτέρως εμφανής: όπως γνωρίζουν οι φοιτητές Οικονομικής Ιστορίας, ο νεοελληνικός δανεισμός από άλλες χώρες έχει μια ιστορία σχεδόν δύο αιώνων και πάντοτε τα δάνεια κατέληγαν σε ιδιωτικές τσέπες…).
Μάλιστα πρέπει να ευχόμαστε να μην δανείσει κανείς στην Νεοελλάδα, γιατί είναι εκ των προτέρων γνωστό (και στους «κουτόφραγκους» πλέον) σε ποιών τις τσέπες θα καταλήξουν τα δάνεια ισχυροποιώντας τους ακόμα περισσότερο ως αμετανόητους διαπλεκομένους και παρασιτικούς δυνάστες της κοινωνίας. Όπως -πρέπει να- είναι εκ των προτέρων γνωστό στους δυναστευόμενους (που η κυβέρνηση επικαλείται συμφεροντολογικά τον πατριωτισμό τους), ότι ακόμα και με δανειακή ενίσχυση της χώρας, τα νεοφεουδαρχικά οικονομικά μέτρα που πάρθηκαν (π.χ. περικοπή ενός, ή δύο μηνιαίων μισθών και συντάξεων, παράταση του πολυετούς διαστήματος υποαμειβόμενης εργασιακής δουλείας, απελευθέρωση απολύσεων κ.λπ.), ασχέτως της «αποτελεσματικότητάς» τους, θα παραμείνουν μόνιμα.
Σήμερα οι λέξεις « Έλληνας» και «απατεώνας» θεωρούνται εύλογα συνώνυμες.
Αν τα αμύθητα εκείνα ποσά, που επί είκοσι και πλέον έτη χαρίστηκαν στην εθνική οικονομία είχαν επενδυθεί στο κοντινό Μέλλον και όχι στο μεγάλο φαγοπότι μιάς διαπλεκόμενης κοινωνικής μειοψηφίας αρπακτικών (κατά φαντασίαν «βιομήχανοι», πολιτικοί, εργολάβοι, συνδικαλιστές και διάφοροι επιτήδειοι «επενδυτές», αεριτζήδες και «πελάτες»), σήμερα δεν θα ακούγονταν αυτές οι μυξοπαρθενίστικες δικαιολογίες για «κερδοσκόπους», που δήθεν έχουν βάλει στο μάτι την «μικρά πλην τιμία Ελλάδα», ή για τους «κακούς» κοινοτικούς εταίρους μας, οι οποίοι δήθεν μάς «αδειάζουν». Επίσης, ο άνθρωπος που παριστάνει τον πρωθυπουργό δεν θα τολμούσε να σείει το σκιάχτρο τής «απώλειας της εθνικής κυριαρχίας», αφού αυτή θα ήταν γερά θεμελιωμένη σε μια πραγματική παραγωγική οικονομία.
(Παρεμπιπτόντως δεν βρέθηκε κανείς… πατριώτης, με στοιχειώδη ιστορική γνώση, για να εξηγήσει σε αυτόν τον ατάλαντο γόνο της κληρονομικής πρωθυπουργίας ότι, οι κυβερνήσεις που διατελούν σε καθεστώς μερικής ή ολικής απώλειας της εθνικής κυριαρχίας είναι ιστορικώς καταχωρημένες ως δωσίλογες κυβερνήσεις; Kαι ότι από τη στιγμή που ομολογεί, για λογαριασμό της χώρας «του», απώλεια εθνικής κυριαρχίας και παρ’ όλα αυτά παραμένει στην πρωθυπουργία, είναι πρωθυπουργός μιας δωσίλογης κυβέρνησης και αρχιδωσίλογος;).
Οι αιτίες λοιπόν της σύγχρονης νεοελληνικής μιζέριας και διεθνούς διασυρμού της είναι αποκλειστικά εσωτερικές.
Ακόμα και εν μέσω διεθνούς οικονομικής κρίσης και με μπαράζ κερδοσκοπικών νομισματικών επιθέσεων η Νεοελλάδα θα μπορούσε να ανταπεξέλεθει χωρίς σοβαρό κοινωνικό κόστος αν είχε φροντίσει να δημιουργήσει στέρεες οικονομικές βάσεις τότε, που τής παρεχόταν άφθονο ευρωπαϊκό χρήμα. Από την άλλη, αφού δεν φρόντισε να αξιοποιήσει ορθολογικά τον ευρωπαϊκό χρηματικό πακτωλό, η γύμνια της αργά ή γρήγορα θα απεκαλύπτετο σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, ακόμα και χωρίς τη διεθνή οικονομική κρίση, ή τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, ή τους «κακούς» Γερμανούς.Πατριωτισμός: Το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων
Σε αυτή τη δύσκολη για τα εγχώρια λαμόγια περίοδο, ο πατριωτισμός δικαιολογεί τη φήμη του ως «το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» (όπως με διαχρονική ευστοχία τον αποκάλεσε ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας του 18ου αιώνα, Samuel Johnson). Για να κάνουμε και ένα λογοπαίγνιο, αυτοί που κόπτονται περισσότερο υπέρ του πατριωτισμού είναι πάντα και οι μεγαλύτεροι παρτη-ώτες.
Προκειμένου να εκτονώσουν ανέξοδα την ενδεχόμενη οργή όσων π.χ. δεν τούς παρέχεται η δυνατότητα να φοροδιαφεύγουν (ώστε οι τελευταίοι να συνεχίσουν να αποτελούν τα κορόιδα / φορολογικούς στυλοβάτες της «πατρίδας» ξεχρεώνοντας τίς ρεμούλες των οικονομικών και πολιτικών ταγών τους), επινοούνται οι «κακοί» Ευρωπαίοι, που δεν στηρίζουν την «συγκινητική» εθνική προσπάθεια, για δήθεν ειλικρινή, αυτή τη φορά, εθνική οικονομική ανάκαμψη. Επιχειρείται η δακρύβρεχτη θυματοποίηση της Νεοελλάδας, ώστε να φανεί, ότι πληρώνει μόνη της το τίμημα των κερδοσκοπικών επιθέσεων που δέχεται το ευρωπαϊκό νόμισμα, αντιστεκόμενη ηρωικά για… λογαριασμό όλου τού ευρωπαϊκού κόσμου (ανομολόγητος παραλληλισμός με την μικρή «ηρωική» Ελλάδα, η οποία, ως αποικιοκρατικό υποχείριο των Άγγλων, ενεπλάκη στον αδιάφορο γι΄ αυτήν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Έκαστος τόπος έχει την πληγή του· η Αγγλία την ομίχλη, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τον πατριωτισμόν». (Εμμ. Ροΐδης -
Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο πατριωτισμός προς τα έξω, ως επινόηση ανυπάρκτων αντιπάλων, δεν είναι παρά το ανάλογο τού γνωστού «διαίρει και βασίλευε», που εφαρμόζεται στο εσωτερικό της χώρας. Σύμφωνα με το «διαίρει και βασίλευε», επινοούνται διάφοροι εσωτερικοί εχθροί (π.χ. οι δήθεν προνομιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι - στην πλειοψηφία τους οι χειρότερα αμειβόμενοι στην Ε.Ε.), ώστε ο συμπλεγματικός όχλος να φθονεί αυτό, που θα έπρεπε αυτονόητα να ισχύει για όλους (π.χ. διασφαλισμένες αμοιβές και εργασιακή σταθερότητα ). Έτσι, αντί να επιχειρεί να καθιερώσει την όποια εργασιακή ποιότητα του δημόσιου τομέα στον άγριο ιδιωτικό (και δεν αναφερόμαστε βέβαια στα προκλητικά προνόμια ορισμένων μόνο «clubs» δημοσίων υπαλλήλων), «διεκδικεί» ισοπεδωτική εξίσωση προς τα κάτω (δηλ. συνολική εργασιακή απαξίωση του δημόσιου τομέα), βγάζοντας τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια, αφού αν καταρρεύσει εργασιακά το Δημόσιο, θα επέλθει η καθολική εργασιακή βαρβαρότητα σε όλη την κοινωνία (κάτι που το είδαμε να επαληθεύεται με την κατάργηση του 14ου μισθού στο Δημόσιο, η οποία έχει αρχίσει ήδη να επεκτείνεται και στον ιδιωτικό τομέα).
Άλλοι εσωτερικοί «εχθροί» που έχουν επινοηθεί είναι οι λεγόμενοι «κουκουλοφόροι», ή «μπαχαλάκηδες» (τών διαφόρων εκτονωτικού χαρακτήρα στημένων ψευτοδιαδηλώσεων), χαρακτηρισμοί, που ταιριάζουν βέβαια πολύ καλύτερα στους διαπλεκόμενους πολιτικάντηδες, νεοφεουδάρχες κ.ά., που κουκουλώνουν και παραγράφουν τα διάφορα οικονομικά σκάνδαλα, ή που κατάντησαν κυριολεκτικά μπάχαλο το άλλοτε εύρωστο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Επίσης έχουν επινοηθεί και διάφοροι μή προσωποποιημένοι εχθροί, όπως η «αποσταθεροποίηση» και η κοινωνική «ανωμαλία».
Φυσικά πρόκειται για σκιάχτρα προορισμένα να τρομάζουν τους αφελείς (λες και κινδυνεύει η κοινωνία από μερικές σπασμένες προσόψεις υπουργείων, ή από μερικά γιαούρτια εναντίον εργατοπατέρων, ή από μερικές βόμβες μολότωφ, που θα πέσουν στο προαύλιο του άντρου της πατριωτικής διαπλοκής, τη Βουλή). Είναι πλέον φανερό πού στοχεύει (και ποιών το βόλεμα διαιωνίζει) η κοινωνική «σταθερότητα» και «ομαλότητα» των διαπλεκομένων κουκουλοπολιτικάντηδων, κουκουλοεπιχειρηματιών, κουκουλορασοφόρων και λοιπών μπαχαλάκηδων. Μια μικρή μόνο περίοδος γενικευμένων ταραχών και κοινωνικής «ανωμαλίας» θα ήταν αρκετή για να αποσταθεροποιήσει την εξουσία τους και να τους αναγκάσει (προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα) να βάλουν επιτέλους βαθιά το χέρι στην τσέπη (ώστε να αποκατασταθεί η φορολογική, δημοσιονομική, εργασιακή, ασφαλιστική κ.λπ. ομαλότητα στη χώρα).
Γι΄ αυτού του είδους τις απλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (που είναι κανόνας σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο) -και όχι επαναστάσεις- δεν χρειάζονται ούτε κομματικοί «καθοδηγητές», ούτε «στρατηγικός σχεδιασμός», ούτε… «κοινωνικό όραμα». Το μόνο που χρειάζεται είναι οι άνθρωποι να πιστέψουν συλλογικά στον εαυτό τους και στις δυνάμεις τους. Όπως δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, οι κυρίαρχοι είναι τέτοιοι μόνο και μόνο γιατί εμείς πρώτοι έχουμε πιστέψει στην παντοδυναμία τους και στη δική μας αδυναμία.
Τη διατήρηση της συνεχούς συλλογικής φοβίας απέναντι σε όλους τους παραπάνω δήθεν εσωτερικούς «εχθρούς» έχει αναλάβει, για λογαριασμό των εγχωρίων αφεντικών, η εμετικότερη ίσως φάρα της Νεοελλάδας, δηλ. οι διάφοροι προκλητικώς αμειβόμενοι εφημεριδογράφοι και τηλεδημοσιογράφοι.
Κατ΄ αυτό τον τρόπο οι πραγματικοί εχθροί της κοινωνίας δηλαδή οι εσωτερικοί, κατορθώνουν να διώχνουν από πάνω τους την προσοχή και να την κατευθύνουν σε άσχετους. «Πατριωτισμός» προς τα έξω, «διαίρει και βασίλευε» στο εσωτερικό. Αυτή είναι η ρωμιοσύνη των χαλβάδων: εύκολη σε ανέξοδους λεονταρισμούς προς άλλους λαούς (βλ. Γερμανούς), αλλά και «εθνικώς συσπειρωμένη» νοικοκυρά, όταν αντί να αντιδράσει τόσο βίαια, όσο της φέρονται οι ταγοί της (που τής κόβουν ετσιθελικά ένα-δύο μισθούς και της προσθέτουν κάμποσα χρόνια δουλειάς), παραμένει «καθωσπρέπει» και, μάλιστα, κάνει και… «κήρυγμα» στην εξαγριωμένη νεολαία της (άλλος κατασκευασμένος «εχθρός»), επειδή «δεν έχει αξίες» (δηλαδή δεν έχει φάει το πατριωτικό κουτόχορτο και ενίοτε απαντά με βία στη βία της εξουσίας)
Όσο για τις εγκωμιαζόμενες ως κόσμιες αντιδράσεις του μισθωτού, ή συνταξιούχου, ή άνεργου νεοέλληνα απέναντι στην συνθλιπτική πίεση, που δέχεται το ήδη άθλιο βιοτικό του επίπεδο (εδώ και χρόνια το χαμηλότερο στην Ε.Ε.), παραμένουν απολύτως δρομολογημένες. Από τα λαμόγια εξυμνείται η «ωριμότητά» του να υπομείνει αγόγγυστα την αιματηρότερη (από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους) ένδεια για χάρη της «πατρίδας» (και της τριακονταετούς ευρωκοινοτικής «μπάζας» των εντιμοτάτων ταγών της). Ενώ, είναι άξιο παρατήρησης, ότι ούτε οι πιο λάβροι υπερασπιστές των «λαϊκών κατακτήσεων», δηλαδή τα κόμματα της αριστεράς, δεν «ακουμπούν» την Εκκλησία Α.Ε., τον αισχροκερδέστερο και παρασιτικώτερο οργανισμό της χώρας (αλλά ούτε και τις Π.Α.Ε. τής μόνιμης φοροασυλίας και εισφοροδιαφυγής - φαίνεται, ότι οι μαθητευόμενοι αριστεροί πολιτικάντηδες έχουν εμπεδώσει, ότι δεν πρέπει να θίξουν τις «ιερές αγελάδες» του νεοέλληνα, τη θρησκεία και το ποδόσφαιρο). Ενώ «καταδικάζουν» όποιον απλώς ανεβάσει τους τόνους της αντίδρασης (βλ. «γιαούρτωμα» του προέδρου της ΓΣΕΕ, ενός εξ΄ ορισμού υποκριτή εργατοπατέρα, αφού είναι ταυτόχρονα σημαίνον μέλος του κόμματος που κυβερνά και μελλοντικός βουλευτής του…), δέσμιοι τού κοινοβουλευτικού τους «προφίλ», και φοβούμενοι μήπως χάσουν τον έλεγχο επάνω στα προβατάκια, που με τόσο κόπο κρατούν στις στρούγκες τους.
Ο «πατριωτισμός» δεν έχει φυσικά καμμία σχέση με τη φιλοπατρία των αρχαίων Ελλήνων, στην οποία τόν έχουν εντέχνως προσκολλήσει: «Σε πλήρη αντίθεση με τον σημερινό αγελαίο, ποδοσφαιρικού επιπέδου, πατριωτισμό (ο οποίος είναι πάντα δρομολογημένος να στρέφεται εναντίον αντιπάλων / φαντασμάτων), η φιλοπατρία των αρχαίων δεν δίσταζε να τσακίσει κυριολεκτικά (με εξορίες, δημεύσεις αλλά και φυσική εξόντωση) κάθε εχθρό τής κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας, με πρώτους και κυριότερους τους “ομοαίματους” εσωτερικούς» βλ.Αριστοτέλους Πολιτικά - περί στάσεων, όπου πραγματεύεται, χωρίς πατριωτική σεμνοτυφία, το φαινόμενο των κοινωνικών συγκρούσεων στην αρχαία Ελλάδα).
Πιστεύουμε, ότι όσοι κάτοικοι αυτής τη χώρας δεν έχουν υποστεί μόνιμη εγκεφαλική βλάβη από τις απανωτές, μαζικά χορηγούμενες, ενέσεις πατριωτισμού, θα πάψουν να σκιαμαχούν εναντίον εχθρών - φαντασμάτων και θα στρέψουν την οργή τους εκεί ακριβώς από όπου οι ταγοί τους προσπαθούν να τους αποτρέψουν.
http://freeinquiry.gr
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΙΔΕΕΣ ΟΙ ΣΥΝHΘΕΙΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου