Τα όπλα «αιχμής» της αμερικανικής υπερδύναμης, η «επέλαση» στην Ευρώπη, το «ημερολόγιο» της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα «παιχνίδια εξουσίας», το «εξιλαστήριο θύμα», ο ύπατος αρμοστής και τα συμπεράσματα
Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης δύο μεγάλων δυνάμεων: των Η.Π.Α. και της Γερμανίας. Το «λάφυρο» της αντιπαράθεσης τους είναι φυσικά η Ευρώπη - μεταξύ άλλων τα πλεονεκτήματα που μπορούν να προκύψουν από ένα μελλοντικό, παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Στα πλαίσια αυτά, οι «κινήσεις» που απαιτούνται εκ μέρους της χώρας μας είναι εξαιρετικά πολύπλοκες, ενώ οφείλουν να συμμετέχουν επαυξημένα όλοι ανεξαιρέτως οι Πολίτες - αφού αυτοί κυρίως έχουν «έννομο» συμφέρον να προστατεύσουν την Ελλάδα: το βιοτικό επίπεδο δηλαδή, τις ελευθερίες, το μέλλον και τα ιδανικά τους. Η συνεχής ενημέρωση μας λοιπόν από εκείνες τις «πηγές» που δεν εξυπηρετούν σκοπιμότητες, που δεν «διέπονται» δηλαδή από ιδιοτελείς επιδιώξεις και δεν τοποθετούν «παγίδες» στο «δρόμο» μας, καθώς επίσης η δραστηριοποίηση μας στα κοινά, αποτελεί απόλυτη υποχρέωση - εάν δεν θέλουμε φυσικά να είμαστε εμείς, αυτοί που στο τέλος θα επιβαρυνθούν με τις «παράπλευρες απώλειες» μίας «αιματηρής σκακιστικής παρτίδας».
Φυσικά οι δύο μεγάλες «δυτικές» δυνάμεις, ο νικητής και ο ηττημένος ουσιαστικά του 2ου παγκοσμίου πολέμου, διαθέτουν διαφορετικής φύσεως, ποιότητας και «αιχμής» όπλα - τα οποία χρησιμοποιούν στην μεταξύ τους οικονομική «σύρραξη». Επίσης, «παρόμοια» διαφορετικά πολιτικά συστήματα, τα οποία έχουμε περιγράψει αρκετές φορές σε προηγούμενα κείμενα μας .
Τέλος, τοποθετούν τα «πιόνια» τους στη σκακιέρα, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες που διαμορφώνονται παγκοσμίως, αφού δεν βρίσκονται μόνες τους στον πλανήτη. Τουλάχιστον η Κίνα και η Ρωσία φαίνεται ότι μάλλον «επαγρυπνούν οχυρωμένες», παρακολουθώντας ήρεμα και προσεκτικά το «παιχνίδι εξουσίας» που διαδραματίζεται - αφού δεν έχουν καμία διάθεση να υποστούν τις όποιες συνέπειες του.
Επισημαίνοντας ότι οι αναφορές μας στις Η.Π.Α. (όπως και στη Γερμανία), δεν επικεντρώνονται στους απλούς αμερικανούς πολίτες, οι οποίοι βιώνουν επίσης σαν «εξιλαστήρια» θύματα τη διαμάχη (όπως ακριβώς και εμείς), θεωρούμε ότι τα σημαντικότερα όπλα της υπερδύναμης, οι «Πύργοι της σκακιέρας», δεν είναι άλλα από τα παρακάτω βασικά «εργαλεία» του Bretton Woods. Δηλαδή, από
(α) τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO), εναντίον του οποίου έχουν υπάρξει πάρα πολλές διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις,
(β) την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), η οποία λειτουργεί επιτελικά, στο «σκοτεινό» παρασκήνιο καλύτερα, καθώς επίσης από
(γ) το ΔΝΤ, το οποίο είναι ουσιαστικά το εκτελεστικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας
Σε γενικές γραμμές, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου «ορίζει» την κυκλοφορία των «ροών» των εμπορευμάτων διεθνώς, ενώ οι «μισθοφόροι» της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ ασχολούνται με τις «διαπλανητικές χρηματικές ροές». Φυσικά, «πίσω» από τους τρείς αυτούς «οργανισμούς», στο δεύτερο παρασκήνιο δηλαδή, ευρίσκεται η Wall Street: ο χώρος που στεγάζεται το διεθνές και άπατρις «κερδοσκοπικό» Κεφάλαιο, προερχόμενο τόσο από «νόμιμες» διαδικασίες (αποταμιεύσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία), όσο και από παράνομες (τυχερά παιχνίδια, οργανωμένο έγκλημα κλπ).
Συνεχίζοντας, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας διορίζεται από τις Η.Π.Α. - ενώ στο ΔΝΤ, ο πρόεδρος τοποθετείται από την Ευρώπη. Η κατανομή των ψήφων στο διοικητικό συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι ανάλογη της «κεφαλαιακής» συμμετοχής του εκάστοτε κράτους. Ο κατωτέρω «Πίνακας Ι» εμφανίζει τα ποσοστά συμμετοχής:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Μερίδια ψήφου στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα (2006)
Χώρες-μέλη
Μερίδια ψήφου Παγκόσμιας Τράπεζας
Η.Π.Α. 16,38%
Ιαπωνία 7,86%
Γερμανία 4,49%
Γαλλία 4,30%
Μ. Βρετανία 4,30%
Χώρες-μέλη
Μερίδια Ψήφου ΔΝΤ
Η.Π.Α 16,77%
Ιαπωνία 6,02%
Γερμανία5,88%
Γαλλία 4,86%
Μ. Βρετανία 4,86%
Πηγή: ΔΝΤ
Το ΔΝΤ απασχολεί 2.700 άτομα, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα (ουσιαστικά η IBRD – International Bank for Reconstruction and Development και η IDA – International Development Association) περίπου 10.000 - ως επί το πλείστον οικονομολόγους. Σε σχέση τώρα με τη χρήση και τις «ιδιαιτερότητες» των συγκεκριμένων «όπλων αιχμής», θα αναφερθούμε μόνο σε κάποιες ημερομηνίες, οι οποίες είναι κατά τη γνώμη μας αρκετά «εύγλωττες» - αναφορικά με τις κινήσεις της υπερδύναμης στην παγκόσμια σκακιέρα, μέρος της οποίας αποτελεί η Ευρώπη.
ΜΑΡΤΙΟΣ 2005
Ευρισκόμαστε ακριβώς στην εποχή που φαίνεται πλέον καθαρά ότι, η πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Fed δεν έχει μειώσει την ανεργία που προκάλεσε η κατάρρευση των εταιρειών διαδικτύου - ενώ οδεύει προς το τέλος της η μείωση του κόστους της ώρας εργασίας στις Η.Π.Α., με τη Γερμανία να παίρνει τη «σκυτάλη».
Το πραγματικό κόστος (σε αγοραστική αξία δηλαδή ανά ώρα) εργασίας στις Η.Π.Α., στο βιομηχανικό κλάδο, αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1982 και 2002 κατά μόλις 4%, ενώ στην Ολλανδία κατά 20% και στη (δυτική) Γερμανία κατά 38%. Αντίστοιχα αυξήθηκε και ο «παρεχόμενος» χρόνος εργασίας στο ίδιο χρονικό διάστημα - στις Η.Π.Α. κατά 36%, στην Ολλανδία κατά 24% και στη Γερμανία παρέμεινε σταθερός (χωρίς όμως να υπολογίζεται η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στις Η.Π.Α. και η πολύ περιορισμένη στη Γερμανία). Μέχρι εκείνο το σημείο λοιπόν (2002) οι Η.Π.Α. αύξαναν συνεχώς την ανταγωνιστικότητα τους, σε σύγκριση με την Ευρώπη (όχι όμως και με την Κίνα) - γεγονός που τότε προβλημάτισε αρκετά την «ηγετική» δύναμη της ΕΕ.
«Αντιδρώντας» η Γερμανία, αποφάσισε τη «συγκράτηση» των μισθών των εργαζομένων της - κάτι που, σε συνάρτηση με την αύξηση της παραγωγικότητας τους, είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών αμοιβών στη βιομηχανία της χώρας κατά 14% από το χρόνο εισόδου της στην Ευρωζώνη. Έτσι, σε συνδυασμό με την καθιέρωση του κοινού νομίσματος (€), καθώς επίσης με την επεκτατική πολιτική της στην Ευρώπη, μέσω των επιχειρήσεων της, κατόρθωσε να «καταλάβει» την πρώτη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές (την τρίτη στις πωλήσεις πολεμικού εξοπλισμού).
Αντίθετα, οι Η.Π.Α. προσπάθησαν να «μεγεθύνουν» το ΑΕΠ τους «εσωτερικά», μέσω της καταναλωτικής επέκτασης των αμερικανικών νοικοκυριών, στα οποία προσέφεραν τη δυνατότητα (ακόμη και στα πολύ χαμηλά «εισοδηματικά στρώματα») να «κερδοσκοπήσουν» - με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, της αυξημένης ποσότητας χρήματος και της αγοράς κατοικιών (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, «δομημένα» χρηματοπιστωτικά προϊόντα κλπ).
Εκείνη ακριβώς την εποχή, η Βραζιλία ανακοίνωσε ότι δεν χρειάζεται πλέον τη στήριξη του ΔΝΤ, λόγω της θετικής οικονομικής της ανάπτυξης - σαν αποτέλεσμα της αύξησης των ενεργειακών και λοιπών πρώτων υλών παγκοσμίως (η χώρα διαθέτει τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές). Ο υπουργός οικονομικών του μεγαλύτερου κράτους της Λατινικής Αμερικής είπε πως «Το καταστατικό του ΔΝΤ προβλέπει τη στήριξη, με στόχο την καταπολέμηση των κρίσεων του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς επίσης του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Η συγκεκριμένη βοήθεια δεν είναι πλέον αναγκαία για τη Βραζιλία».
Η συμφωνία της Βραζιλίας με το ΔΝΤ από το 2002, ύψους 30 δις $, παρουσίαζε υπόλοιπο 23,2 δις $, το οποίο όφειλε να εξοφληθεί έως το 2007. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι υπήρξαν αντιρρήσεις, σε σχέση με την εξόφληση, τόσο εκ μέρους της Βραζιλίας, όσο και της Αργεντινής – χώρες για τις οποίες το ΔΝΤ θεωρείται στην κυριολεξία σαν το «Συνδικάτο του Διαβόλου».
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2006
Την ημερομηνία αυτή διενεργήθηκε το καθιερωμένο «ανοιξιάτικο» συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον. Οι δύο διεθνείς «οργανισμοί» ευρίσκονταν εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία τους - όπου στην περίπτωση του ΔΝΤ, η κρίση ήταν πολύ πιο εμφανής. Το «Ταμείο» δεν είχε καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει τα προβλήματα που του είχαν δημιουργηθεί, μετά τον καταστροφικό χειρισμό της ασιατικής κρίσης (1997) εκ μέρους του. «Τότε, το ΔΝΤ έχασε ολοσχερώς τη “νομιμοποίηση” του», σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του κέντρου παγκόσμιας ανάπτυξης κ. Dennis de Tray.
Ειδικότερα, από την ασιατική κρίση και μετά, οι βασικοί «πελάτες» του ΔΝΤ, όπως η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Κίνα και η Ινδία, φοβόντουσαν να ζητήσουν νέα δάνεια, διατηρώντας ακόμη «νωπή» στις μνήμες τους την καταστροφή του παρελθόντος - τα επακόλουθα δηλαδή των τρομακτικών προγραμμάτων απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών τους, τα οποία είχαν αποδεχθεί, μετά από «υπόδειξη» του ΔΝΤ, πολλές ασιατικές χώρες.
Επί πλέον αυτών, είχε προστεθεί μία εντυπωσιακή «κίνηση» αρκετών κρατών της Λατινικής Αμερικής, υπό την ηγεσία της Βραζιλίας και της Αργεντινής, με στόχο την ολοσχερή αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Τελικός στόχος τους ήταν η ολική «απεξάρτηση» τους από το «Ταμείο», το οποίο ήταν εξαιρετικά μισητό σε ολόκληρη την περιοχή.
Ουσιαστικά λοιπόν επρόκειτο για ένα «μποϊκοτάρισμα» του ΔΝΤ - για ένα «εμπάργκο» καλύτερα, εκ μέρους μερικών εκ των μεγαλύτερων «πελατών» του. Το γεγονός αυτό είχε οδηγήσει το ΔΝΤ σε μία έντονη κρίση «προϋπολογισμού», αφού η λειτουργία του, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, χρηματοδοτούταν όλο και περισσότερο από τις πληρωμές των χρεών των «πελατών» του. Ειδικότερα, όπως μας λέει ο J. Ziegler:
“Η ενίσχυση των «αδύναμων» χωρών του «τρίτου κόσμου», απαιτούσε στην αρχή εκροές χρημάτων προς τις φτωχές χώρες, με «αντίτιμο» την υποχρέωση εξυγίανσης των οικονομιών τους – την ιδιωτικοποίηση δηλαδή των κρατικών εταιρειών τους. Στη συνέχεια, παρά τις θυσίες αυτών των χωρών, εξελίχθηκε σε εισροές προς τις ανεπτυγμένες – βλ. Έκθεση Ο.Η.Ε. από το 1992, η οποία αποκάλυψε ότι, από το 1983 έως το 1990, η καθαρή εκροή Κεφαλαίων από τον «τρίτο κόσμο», με προορισμό τις πλούσιες χώρες, έφτασε τα 150,5 δις $”.
Συμπερασματικά επομένως, τα έξοδα (κόστος) της δραστηριοποίησης του ΔΝΤ, προέρχονταν από τα χρήματα των αναπτυσσομένων οικονομιών που «βοηθούσε» - πολύ λιγότερο από τις εισφορές των «μετόχων» του, από τις πλούσιες δηλαδή «δυτικές» οικονομίες. Οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών, «μετατόπιζαν» συνειδητά το οικονομικό βάρος της διατήρησης του ΔΝΤ στους «ώμους» των οφειλετών του - σε αυτούς που του χρωστούσαν δηλαδή. Εάν λοιπόν οι σημαντικότερες χώρες-πελάτες του διέκοπταν εντελώς την οικονομική τους «σύνδεση» με το ΔΝΤ, τότε από πού θα χρηματοδοτούταν στο μέλλον το «Ταμείο»;
Σύμφωνα με τη ειδική σε θέματα «ΔΝΤ/Παγκόσμιας Τράπεζας» κυρία N.Woods (Οξφόρδη), το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι οι εισπράξεις του (τόκοι και χρηματοπιστωτικά έξοδα), θα μειωνόταν κατά το ήμισυ (από 3,19 δις $ το 2005 στα 1,39 δις $ το 2006), ενώ μέχρι το 2009 θα περιορίζονταν άλλο τόσο – εάν δεν λάβαινε έγκαιρα τα μέτρα του. «Το γεγονός αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα μία καταστροφική εικόνα του προϋπολογισμού του, από την οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσε να συνέλθει ξανά», κατά την κυρία Woods.
Με κριτήριο τώρα τις απόψεις άλλων ειδικών, η Παγκόσμια Τράπεζα ήταν επίσης σε δυσχερή οικονομική θέση - αν και δεν κατηγορούταν, όπως το ΔΝΤ για την αποτυχία στην Ασία ή για «μεθοδεύσεις», ανάλογες με αυτές του «Ταμείου». Όμως, οι συνολικές εισπράξεις της, από τόκους και χρηματοπιστωτικά έξοδα, είχαν περιορισθεί ανησυχητικά – από 8,1 δις $ το 2001, στα 4,4 δις $ το 2004. Επίσης, τα έσοδα της από επενδύσεις ήταν μειωμένα – από 1.5 δις $ το 2001, στα 304 εκ. $ το 2004. Η Κίνα, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Βραζιλία και πολλές άλλες «ανεπτυγμένες αναπτυσσόμενες» χώρες, αναζητούσαν ήδη νέους χρηματοδότες.
Εν τούτοις, η κρίση στον προϋπολογισμό (budget) της Παγκόσμιας Τράπεζας, ήταν η μία όψη μόνο του προβλήματος. Η Παγκόσμια Τράπεζα ευρισκόταν συνολικά σε κρίση, αφού οι ενέργειες των οικονομολόγων της χαρακτηρίζονταν όλο και περισσότερο σαν «ελλιπείς» - σε σχέση με την αποτελεσματικότητα τους στην επίλυση των προβλημάτων των αναπτυσσομένων οικονομιών. Το πρόβλημα της βρισκόταν κυρίως στο τμήμα της «ειδικής έρευνας» - κεντρική υπευθυνότητα του οποίου ήταν η «παραγωγή» κορυφαίων (top), επίκαιρων τεχνικών εργασιών στον τομέα της Οικονομίας, σε στενή συνεργασία με τον ακαδημαϊκό κόσμο της «δύσης».
Γνώση όμως, η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί σε πρακτική εφαρμογή, δεν «παραγόταν» από τους 10.000 οικονομολόγους της Παγκόσμιας Τράπεζας, οπότε δεν της έμενε τίποτα άλλο, από τη δραστική μείωση των εργαζομένων της – κατά περίπου 40%.
Σύμφωνα τώρα με την κ. Woods και τον κ. de Tray, οι κυριότερες εσωτερικές «επικρίσεις», σε σχέση με τους δύο οργανισμούς, συνοψίζονταν στο ότι, τόσο οι συνεργάτες του ΔΝΤ, όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν πολιτικά άπειροι. Διέθεταν δηλαδή διδακτορικό τίτλο στα μακροοικονομικά ή στα χρηματοπιστωτικά, αλλά δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι στο να ανταπεξέλθουν με την πολύπλοκη και βρώμικη λειτουργία των πολιτικών συστημάτων, μέσα στα οποία εργάζονταν.
«Η απέχθεια τους απέναντι στην Πολιτική κάνει αυτούς τους ανθρώπους ανίκανους να αντιπαρατεθούν με τον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι περισσότεροι “εθελοτυφλούν” σε σχέση με εκείνη την Πολιτική, η οποία επηρεάζει άμεσα τις λειτουργίες τόσο του ΔΝΤ, όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας – μία Πολιτική με τεράστιες επιπτώσεις, σε σχέση με την απλή πολυπλοκότητα των αναπτυσσομένων οικονομιών», ανέφερε η κυρία Woods, συνεχίζοντας:
«Η πρώτη συμφωνία με μία ανεπτυγμένη οικονομία, την οποία υπόγραψαν το 1997 τόσο το ΔΝΤ, όσο και η Ν. Κορέα, χαρακτηριζόταν από μία πληθώρα προϋποθέσεων, οι οποίες απεδείκνυαν ξεκάθαρα τη συμμετοχή της κυβέρνησης των Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια όλης της δεκαετίας του 1990, εξασκήθηκε τεράστια πίεση εκ μέρους των G7 προς την Παγκόσμια Τράπεζα, για την παροχή δανείων προς τη Ρωσία.
Τα δάνεια αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ από τη Ρωσία (αρνήθηκε να πληρώσει τα χρέη του «κομμουνιστικού καθεστώτος»), αν και πληρώθηκαν οι επιβαρύνσεις (έξοδα). Παρ’ όλα αυτά εξασκήθηκε πίεση προς το ΔΝΤ, να μην ενδιαφέρεται για την αποτυχία του εγχειρήματος. Επίσης, πολύ συχνά καθορίζουν υφιστάμενες κρυφές συμφωνίες μεταξύ πολυεθνικών επιχειρήσεων – με την κάλυψη ισχυρών κυβερνήσεων και πιστωτών – τον τρόπο με τον οποίο ποια ακριβώς προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας υλοποιούνται».
Απλούστερα, οι «μισθοφόροι» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας μπορούσαν να εφαρμόσουν εύκολα τα προγράμματα τους στις αναπτυσσόμενες οικονομίες επειδή, αφενός μεν οι Πολίτες τους ήταν χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (οπότε δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα «τεκταινόμενα» και να αντιδράσουν δυναμικά, ενώ ήταν συνηθισμένοι στην «ανέχεια»), αφετέρου δε οι πολιτικές ηγεσίες τους (συχνά δικτάτορες) ήταν εντελώς διεφθαρμένες (οπότε εξαγοράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα). Για παράδειγμα, η παρακάτω αναφορά στην Ινδονησία:
«Περίπου κάθε τρίτο δολάριο, το οποίο έδινε η Παγκόσμια Τράπεζα στο καθεστώς του Suharto για ένα χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα 30 έτη, δηλαδή από το μέσον της δεκαετίας του ’60 έως το μέσον της δεκαετίας του ’90, οδηγούταν απ’ ευθείας στους ιδιωτικούς λογαριασμούς των ανθρώπων της κυβέρνησης – ένα ποσόν που υπολογίζεται στα 10 δις $, από τα 30 δις $ του δανείου που έδωσε η Παγκόσμια Τράπεζα στην Ινδονησία».
Αντίθετα τώρα, στις οικονομίες που αναπτύσσονταν πλέον, υιοθετώντας συνήθως δημοκρατικά πολιτεύματα (πόσο μάλλον στις ανεπτυγμένες οικονομίες), η εφαρμογή των «ΔΝΤ-προγραμμάτων» απαιτούσε αυξημένες γνώσεις Πολιτικής, καθώς επίσης εξαιρετικά εκλεπτυσμένες μεθόδους. Για παράδειγμα, δημόσιες σχέσεις (καταχωρήσεις στις εφημερίδες, «θετικά» άρθρα από επιφανείς δημοσιογράφους, «ευμενείς» αναλύσεις από οικονομολόγους κλπ) με στόχο την ωραιοποίηση της «εισβολής», «λεπτές» πολιτικές διαπραγματεύσεις με έναν μεγάλο αριθμό «ιθυνόντων», θετική αντιμετώπιση εκ μέρους της «τοπικής» ελίτ και των Πολιτών κοκ.
Η πρόθεση λοιπόν των δύο εργαλείων του Bretton Woods να ενεργοποιηθούν στις ανεπτυγμένες οικονομίες, «υπό την αιγίδα» των G7, μετά την «εκδίωξη» τους από τις αναπτυσσόμενες, ήταν ήδη τότε προγραμματισμένη – γεγονός που «ενδυναμώθηκε» ακόμη περισσότερο μετά την οικονομική «δυσπραγία», στην οποία βρέθηκαν οι δύο αυτοί οργανισμοί το 2005.
ΙΟΥΛΙΟΣ 2007
Δέκα χρόνια μετά την ασιατική κρίση, ο παγκόσμιος Τύπος αναφερόταν στη θλιβερή επέτειο, υπενθυμίζοντας μας τα παρακάτω: «Ο ΟΟΣΑ συζητούσε τότε, το 1997, εάν θα εξαιρούσε τυπικά τη Ν. Κορέα η οποία, λίγους μήνες πριν την κρίση, είχε συμπεριληφθεί στο κλαμπ των πλουσίων χωρών. Το ΑΕΠ της χώρας, υπολογιζόμενο σε δολάρια, είχε μειωθεί, (με τη «βοήθεια» του ΔΝΤ), μέσα σε ένα έτος κατά -41%. Το ΑΕΠ της Ινδονησίας περιορίσθηκε ακόμη περισσότερο, στο -60%, ενώ τόσο το ΑΕΠ, όσο και τα Χρηματιστήρια των δύο μεγάλων αυτών χωρών, δεν έχουν επανέλθει ακόμη στα επίπεδα πριν από την κρίση».
Συνεχίζοντας, «….Το ότι τα χρηματιστήρια της Μπανγκόκ, της Σεούλ και της Σιγκαπούρης κατέρρευσαν, ήταν το μικρότερο κακό. Η μαζική φτώχεια επεκτάθηκε σε όλες τις πληγείσες χώρες της περιοχής, μετά την φυγή των ξένων κεφαλαίων και τα τρομακτικά «μέτρα εξυγίανσης» που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ. Η Ινδονησία αποχαιρέτησε την εποχή της δικτατορίας του Suharto με αιματηρές συγκρούσεις, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς. Η αλυσιδωτή αντίδραση ξεπέρασε κατά πολύ την ήπειρο.
Η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε, γεγονός που παρέσυρε στην κρίση τη Ρωσία, καθώς επίσης ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Η Λατινική Αμερική πλήγηκε ανεπανόρθωτα, αφού τα διεθνή κεφάλαια εγκατέλειψαν και τις δικές της αγορές. Σε όλες αυτές τις χώρες, δεν ήταν πλέον δυνατόν να διατηρηθεί η στρατηγική που τους επιβλήθηκε από το ΔΝΤ: Η απελευθέρωση δηλαδή των χρηματοπιστωτικών και εμπορικών αγορών τους, σε συνδυασμό με την σταθεροποίηση των νομισμάτων τους».
Ίσως οφείλουμε εδώ να προσθέσουμε ότι η Αργεντινή μετά από πολλά χρόνια «εμπειρίας» με το ΔΝΤ (σε αντίθεση με τη Βραζιλία, θεωρήθηκε καλός «μαθητής» του Ταμείου), κατέφυγε τελικά στη χρεοκοπία - παρά τα όσα δεινά μέχρι τότε είχαν υποφέρει οι Πολίτες της, από τα συνεχή «προγράμματα σταθερότητας και ανάπτυξης» που είχαν εφαρμοσθεί εις βάρος τους.
Συμπληρώνουμε επίσης ότι οι Η.Π.Α. τότε (Goldman Sachs, Lehman Brothers κλπ), είχαν αυξήσει στο κατακόρυφο τις πωλήσεις «δομημένων» προϊόντων (CDO’S) σε ολόκληρο τον κόσμο, με κυριότερο αποδέκτη την Ευρώπη και δη τις γερμανικές τράπεζες των ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι οποίες διοικούνταν από δημόσιους λειτουργούς – συνήθως εντελώς άπειρους στα πολύπλοκα αυτά χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία τους προσφέρονταν «ωραιοποιημένα» (με αξιολογήσεις ΑΑΑ κλπ), κατά τη διάρκεια των επισκέψεων τους στη Νέα Υόρκη.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2008
Η χρεοκοπία της Lehman Brothers θεωρείται από πολλούς σαν το μεγαλύτερο λάθος του αιώνα – ένα μεγάλο σφάλμα της κυβέρνησης των Η.Π.Α. Ήταν όμως «σφάλμα», ή απλά μία πανέξυπνη στρατηγική κίνηση στην παγκόσμια σκακιέρα; Το «πάτημα του κόκκινου πλήκτρου» ίσως, με το οποίο ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση (count down); Μήπως θυσιάστηκε σκόπιμα ένας «Αξιωματικός», για να οδηγήσει τον αντίπαλο σε λανθασμένες κινήσεις (λεηλατώντας τον ταυτόχρονα «ατιμώρητα», όπως ήδη τεκμηριώνεται από τα «ξαφνικά», υπέρογκα κέρδη της Citibank – μετόχου της Lehman Brothers, επίσης τα κέρδη της Goldman Sachs), οι οποίες θα του στοίχιζαν την παρτίδα;
Η τράπεζα θα μπορούσε να είχε διασωθεί «μόνο» με 10 δις $ (πηγή: Spiegel - σημειωτέον ότι ο γνωστός Warren Buffet ήθελε να επενδύσει στην τράπεζα, μετά την ανακοίνωση των πρώτων ζημιών της και την «επίθεση» που δέχτηκε από την ανοιχτή πώληση μετοχών της εκ μέρους του David Einhorn, αλλά ο Fuld απέρριψε την πρόταση του, όπως και αντίστοιχες άλλων τραπεζών), σε συνδυασμό με 70 δις $ εγγυήσεις εκ μέρους του αμερικανικού δημοσίου, αφού είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον (λίγο πριν «πτωχεύσει») για την εξαγορά της από τη βρετανική Barclays.
‘Όμως, η αμερικανική κυβέρνηση δεν συμφώνησε - κάτι που έχει θεωρηθεί σαν το αποτέλεσμα της έχθρας του τότε Υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs, του κ. Henry Paulson, με το διευθυντή της Lehman, τον κ. Richard Fuld (δεν μοιάζουν όλα αυτά αλήθεια με κινήσεις «αντιπερισπασμού» των αντιπάλων – κυρίως των Ευρωπαίων, οι οποίοι έχασαν δισεκατομμύρια από την «κρίση» των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α.; Δεν τεκμηριώνεται ήδη σήμερα επαρκώς, μετά την αγωγή που κατατέθηκε εναντίον της Goldman Sachs;)
Ενδεχομένως λοιπόν να ήταν μόνο «προπέτασμα καπνού» για τις χώρες που ζημιώθηκαν (εξαπατήθηκαν) από τη Lehman και τις Η.Π.Α. - οι οποίες πιθανότατα μετέφεραν (διέσπειραν) ηθελημένα το πρόβλημα τους παγκοσμίως, με απώτερο ίσως στόχο να το επιλύσουν, επιβαρύνοντας ισόποσα όλους τους υπόλοιπους «συνεργάτες» τους. Ας σημειωθεί εδώ ότι, στις Η.Π.Α. η Lehman δεν διέθετε κανενός είδους προϊόντα σε ιδιώτες (ήταν η πλέον διεθνής όλων των αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών, αφού το 50% των συνολικών δραστηριοτήτων της ήταν εκτός Η.Π.Α.), οπότε η χρεοκοπία της δεν αποτελούσε πρόβλημα για την πολιτική (και για τους πολιτικούς) της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία θεώρησε τότε πως δέχθηκε πολεμική επίθεση με οικονομικά εργαλεία, παρομοιάζοντας την με την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Οικονομικού Πολέμου.
Ολοκληρώνοντας, στα τέλη του 2008 είχε εκλεγεί στην προεδρία της Αμερικής ο κ. B.Obama, ο οποίος (υποθέτουμε μη συνειδητά), συνετέλεσε τα μέγιστα στον «εφησυχασμό» των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, καθώς επίσης της κοινής γνώμης - μετά τις τεράστιες απώλειες από τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών που υπέστησαν (
Έτος 2009
Ουσιαστικά το 2009 πραγματοποιήθηκε η «άλωση» της Ανατολικής Ευρώπης από το ΔΝΤ (Ουγγαρία, Ουκρανία, Ρουμανία, Λετονία κλπ), το οποίο ανέλαβε τη μία μετά την άλλη χώρα «υπό την προστασία» του. Όπως δε είναι πλέον σε όλους γνωστό, όλες αυτές οι χώρες οδηγήθηκαν σε οικονομικές υφέσεις τεράστιων διαστάσεων - παρά τους σύγχρονους «ισχυρισμούς», σύμφωνα με τους οποίους η πολιτική του ΔΝΤ έχει «βελτιστοποιηθεί», μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από τον κ. S. Kahn.
Δεκέμβριος 2009
Η Fitch υποτιμάει την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας. Κατά την άποψη μας, η αμερικανική εταιρεία αξιολόγησης, την οποία θα παρομοιάζαμε με τον «Ίππο» σε μία σκακιστική παρτίδα, «προωθήθηκε» για να υποβοηθήσει τις κινήσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας - αφού η «υποτίμηση» της Ελλάδας σταματάει την άνοδο του Ευρώ, επαναφέρει το δολάριο σε ανοδική πορεία (παρά τη συνεχή εκτύπωση νέων χαρτονομισμάτων και το τεράστιο έλλειμμα στον προϋπολογισμό των Η.Π.Α.), ενώ τοποθετεί ταυτόχρονα μία ωρολογιακή βόμβα μεγάλης ισχύος στα θεμέλια της Ευρωζώνης.
Ιανουάριος 2010
Η Ευρώπη φαίνεται να χάνει τον έλεγχο του παιχνιδιού. Η Γερμανία υποχωρεί «άτακτα», αφού γίνονται πλέον κατανοητές τόσο οι «μεθοδεύσεις» της, όσο και η «επεκτατική» πολιτική της, σε όλους τους Ευρωπαίους «εταίρους» της – ειδικά στη Γαλλία και στην Ιταλία.
Δυστυχώς για την ίδια, «εμφανίζονται στο φως της δημοσιότητας» πολλοί από τους τρόπους, με τους οποίους η Βιομηχανία της «λεηλατούσε» παραγγελίες μηχανολογικού εξοπλισμού - χρηματίζοντας θρασύτητα τους «κρατικούς λειτουργούς» πολλών χωρών.
Μάρτιος 2010
Προκρίνεται η λύση στο Ελληνικό θέμα, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Η απόφαση αυτή μοιάζει ουσιαστικά με τη θυσία ενός πιονιού εκ μέρους της ΕΕ, με στόχο την εξασφάλιση χρόνου - έτσι ώστε να «οχυρωθεί» απέναντι στις νέες συνθήκες, αφού προηγουμένως τις «αφομοιώσει».
Η μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας, η Daimler Benz, κατηγορείται από τον «παγκόσμιο αστυνομικό», από τις Η.Π.Α. δηλαδή, για «διαπλανητική» πολύ-διαφθορά, ενώ αναγκάζεται να πληρώσει ένα τεράστιο πρόστιμο στο αμερικανικό δημόσιο - παρά το ότι ο «χρηματισμός» δεν αφορούσε καθόλου τις κρατικές ή άλλες Υπηρεσίες της υπερδύναμης, αλλά τον υπόλοιπο κόσμο.
Την ίδια εποχή περίπου ερευνάται η επίσης γερμανική Ferrostaal, με την συνήθη πλέον κατηγορία της διαφθοράς. Η εταιρεία αυτή, σε συνεργασία με την ναυπηγική HDW, κατασκεύασε (και πούλησε) τα ελαττωματικά υποβρύχια στην Ελλάδα, χρηματίζοντας μία σειρά Ελλήνων «δημόσιων λειτουργών». Φυσικά, τα σκάνδαλα Siemens συνεχίζονται - ενώ δεν φαίνεται να έχουν τέλος.
Απρίλιος 2010
Το ΔΝΤ αυξάνει τα κεφάλαια του - από 50 δις $ σε 550 δις $. «Αποτελεί μία σημαντική προσφορά για την παγκόσμια σταθερότητα», αναφέρει ο γενικός διευθυντής του, «Το ΔΝΤ αποκτά έτσι ορθολογικές πηγές χρηματοδότησης, με στόχο να βοηθήσει τις χώρες, οι οποίες είναι ευαίσθητες σε οικονομικές κρίσεις. Το έτος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2009, το ΔΝΤ βοήθησε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Αφρικής να ανταπεξέλθουν με τα οικονομικά προβλήματα που τους προκάλεσε η κρίση».
Το ΔΝΤ εμφανίζεται για πρώτη φορά (μετά την καινούργια του «ιδιότητα», την αλλαγή των στόχων του δηλαδή, μετά το έτος 1970), σαν ο «σωτήρας» μίας ανεπτυγμένης οικονομίας – πολύ περισσότερο μίας χώρας της Ευρωζώνης: της Ελλάδας. Οι «φιλοδοξίες» του φυσικά «συντηρούνται» από τα διαρκώς αυξανόμενα spreads των ελληνικών ομολόγων, τα οποία «εκτινάσσονται κατ’ εντολή» - για να εμποδίσουν τυχόν «αναξιοπρεπείς» ενέργειες ή ενδεχόμενη «απειθαρχία», εκ μέρους της κυβέρνησης και των Πολιτών της χώρας μας.
Ο Γάλλος πρόεδρος του ΔΝΤ επιδιώκει την άμεση «διαπραγμάτευση» με την Ελλάδα – στην έδρα του, χωρίς την «παρεμβολή» της Κομισιόν. Την ίδια χρονική στιγμή τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) «φαίνεται» να μετακινούνται προς τη Γαλλία – κατά δεύτερο λόγο στις «ενδιάμεσες στάσεις», στην Πορτογαλία και στην Ισπανία δηλαδή. Έχει έλθει μήπως η κατάλληλη χρονική στιγμή της τοποθέτησης του πρώτου «Ύπατου Αρμοστή» των Η.Π.Α. στην Ευρώπη;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι σημερινές καπιταλιστικές κρίσεις, εφόσον συντελούνται σε κράτη με δεδομένη υπερχρέωση, όπως όλα ανεξαιρέτως τα «δυτικά» (Πίνακας ΙΙ), είναι κυρίως «κρίσεις εμπιστοσύνης» Στην προκειμένη περίπτωση, όταν δηλαδή το «έδαφος» είναι εκ των πραγμάτων «πρόσφορο» (υπάρχουν διαρκώς αυξανόμενα χρέη, δημόσια ελλείμματα κλπ), οι κερδοσκοπικές επιθέσεις μπορούν να αυτοεκπληρώνονται - οπότε, το να ακολουθεί κανείς μία οικονομική πολιτική που στηρίζεται στα θεμελιώδη μεγέθη της Οικονομίας του, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της «αγοράς» (γεγονός που αποδεικνύεται από την κίνηση των «ελληνικών spreads»).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Συνολικό χρέος 2009 (δημόσιο και ιδιωτικό)*
Χώρα
Χρέος προς ΑΕΠ
Γερμανία 285%
Η.Π.Α. 296%
Ιταλία 315%
Γαλλία 323%
Μ. Βρετανία 466%
Πηγή: McKinsey Global Institute
* Εξωτερικό χρέος της Ελλάδας (δημόσιο και ιδιωτικό) περίπου 165% του ΑΕΠ
Αντίθετα, η ανάγκη μίας χώρας να κερδίσει τη χαμένη εμπιστοσύνη της αγοράς, μπορεί στην πραγματικότητα να την εμποδίσει να εφαρμόσει «λογικές πολιτικές». Είναι δηλαδή πιθανόν να την αναγκάσει να ακολουθήσει πολιτικές οι οποίες, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν εντελώς παράλογες – για παράδειγμα, προγράμματα σταθερότητας του είδους που προτείνει συνήθως το ΔΝΤ, εν μέσω παγκόσμιας κρίσης, τα οποία οδηγούν με «ασφάλεια» σε εξαιρετικά επικίνδυνες, σε καταστροφικές καλύτερα υφέσεις.
Παρά το ότι λοιπόν ο στόχος μίας χώρας που δέχεται «κερδοσκοπική» επίθεση οφείλει να είναι ο «κατευνασμός» της αγοράς και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης της, επειδή οι «επενδυτές» που αναμένουν κρίσεις τις προκαλούν ταυτόχρονα, η υγιής οικονομική πολιτική (μείωση των δαπανών, καταπολέμηση των ελλειμμάτων κλπ), δεν αρκεί για να κερδίσει το κράτος την εμπιστοσύνη της αγοράς. Πόσο μάλλον αφού «εξ ορισμού», μία χώρα που ανακοινώνει επίσημα την πρόθεση της να καταφύγει στο ΔΝΤ για βοήθεια, προσελκύει τα μέγιστα τις κερδοσκοπικές επιθέσεις του Κεφαλαίου - εισερχόμενη σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο «άμυνας», ο οποίος την οδηγεί με ασφάλεια σε μία ήττα «κατά κράτος».
Δυστυχώς, η χώρα μας έκανε πάρα πολλά στρατηγικά σφάλματα στη «διαχείριση της κρίσης» - δημιουργώντας μόνη της εκείνες τις προϋποθέσεις, οι οποίες «προσέλκυσαν» μαζικά τις οργανωμένες επιθέσεις του αιμοβόρου κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, άνοιξε την «κερκόπορτα» που οδηγεί στην άλωση της Ευρωζώνης η οποία, δυστυχώς για όλους μας, με απόλυτη υπαιτιότητα της Γερμανίας παραμένει ακόμη διάπλατα ανοιχτή.
Εάν λοιπόν δεν συμβεί κάτι πολύ πιο «ισχυρό» από αυτό που απαιτούνταν μέχρι σήμερα (για παράδειγμα, η ενίσχυση της με πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια, από τα μέχρι πρότινος απαραίτητα, καθώς επίσης με «συλλογικά ευρωπαϊκά μέτρα» στήριξης της οικονομικής της ανάπτυξης), η Ελλάδα θα χάσει τη μάχη. Πιθανότατα, τότε ακριβώς θα χάσει και η Ευρώπη την πλέον κρίσιμη παρτίδα της μεταπολεμικής Ιστορίας της – την παρτίδα με τις Η.Π.Α.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ολοκληρώνοντας, τυχόν «εγκατάλειψη» της Ελλάδας στα «πλοκάμια» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, παρά τα αναμφισβήτητα λάθη της, θα είναι έγκλημα εκ μέρους της Ευρώπης – ενώ θα αποτελέσει την αρχή του τέλους της. Επίσης έγκλημα θα είναι μία ενδεχόμενη συμφωνία εκ μέρους της Ελλάδας, η οποία θα επιτρέπει την εισβολή του ΔΝΤ στο εσωτερικό της. Είναι άλλωστε εμφανές το ότι, εάν παραδώσει κανείς τα κλειδιά του σπιτιού του, (πόσο μάλλον το ταμείο του κράτους) στον οποιονδήποτε «ξένο», πολύ δύσκολα θα εμποδίσει το «μοιραίο».
Από τον κ. Βασίλη Βιλιάρδο οικονομολόγο, πτυχιούχο της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
voria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου