Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Η ΛΟΓΟΚΟΠΙΑ ΠΕΡΙ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ


     Την εποχή που η Δυτική Ευρώπη άφηνε για τα καλά πίσω της τον Χριστιανικό Μεσαίωνα, οι ελλαδικοί πληθυσμοί (στην πλειοψηφία τους, βιαίως χριστιανωθέντες απόγονοι του αρχαίου Ελληνικού έθνους, που εξαναγκάστηκαν να αποποιηθούν ακόμα και το εθνικό τους όνομα) θα συνέχιζαν να ζουν στο μεσαιωνικό λήθαργο, για τουλάχιστον τέσσερεις ακόμη αιώνες. Το χρονικό αυτό διάστημα αποκλήθηκε «Τουρκοκρατία», αν και (δεδομένου, ότι η χριστιανορθόδοξη Εκκλησία κάλεσε και καθαγίασε την Οθωμανική κατάκτηση) δεν αποτελεί παρά τη φυσική συνέχεια και την ακμαιότερη περίοδο της Ανατολικοευρωπαϊκής («Βυζαντινής») εκδοχής του Μεσαίωνα.


Μιά σύντομη επισκόπηση της αρχαιοθηρίας στη νεώτερη Ελλάδα(*)
  Με την πνευματική αφύπνιση της Δύσης και την αναζήτηση από αυτήν πολιτισμικής ταυτότητας, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τον Ελληνικό Πολιτισμό. Οι πρώτες συλλογές -Ρωμαϊκών αρχικά- αρχαιοτήτων αρχίζουν να δημιουργούνται στη Δύση από τον 12ο  κιόλας αιώνα. Εν συνεχεία το ενδιαφέρον μετατοπίζεται  στην Ελληνική Αρχαιότητα.

     Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αναρίθμητοι Ευρωπαίοι αρχαιολάτρες (ή «αρχαιολάτρες») με τα συγγράμματα των αρχαίων περιηγητών παραμάσχαλα αρχίζουν να καταφθάνουν στην Ελλάδα. Όταν επιστρέφουν στις χώρες τους έχουν φυσικά προμηθευτεί και ανάλογα «ενθύμια», εύκολα στη μεταφορά (αγαλματίδια, νομίσματα κ.λπ.). Με την πάροδο του χρόνου οι μεμονωμένες αυτές ενέργειες εξελίσσονται σε σχεδιασμένες εξορμήσεις αρχαιοεμπόρων, οι οποίοι λειτουργούν για λογαριασμό αρχαιοσυλλεκτών ή «ευγενών», που θέλουν να διακοσμήσουν τις επαύλεις τους με αυθεντικά Ελληνικά καλλιτεχνικά έργα, κίονες, χειρόγραφους κώδικες, κ.λπ..

     Τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας οι επιχειρήσεις αρχαιοκαπηλίας διεξάγονται πλέον, αν και «ανεπίσημα», από πράκτορες των Δυτικοευρωπαϊκών βασιλείων. Οι πράκτορες αυτοί ενεργούν φυσικά και για προσωπικό τους λογαριασμό. «Επισκέπτονται» όλους τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, που τότε, όπως ήταν αναμενόμενο, ήσαν πλήρως υποβαθμισμένοι (είχαν πατηθεί από χριστιανικά ιερά, ή μετατραπεί σε στάνες, κ.λπ.) και έτσι οι επιχειρήσεις παίρνουν τον χαρακτήρα αρχαιολεηλασίας. Τα ευρωπαϊκά προξενεία στην Κων/πολη μετατρέπονται σε ορμητήρια οργανωμένων αρχαιοθηρικών συμμοριών υπό διπλωματική πλέον καθοδήγηση. Στην αρχαιοθηρία, κυρίως η Αγγλία και η Γαλλία επιδόθηκαν σε πραγματικό αγώνα δρόμου. Οι Ελληνικές αρχαιότητες κραδαίνονται από όποιες χώρες τις κατέχουν, ως σύμβολα ιδεολογικής ισχύος και ως πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων επί του Ελληνικού Πολιτισμού.

     Όλοι οι προαναφερθέντες αρχαιοκυνηγοί συμπεριφέρονται είτε ως κοινοί αρχαιοκάπηλοι, είτε ως καταστροφείς, είτε -συνηθέστερα- ως και τα δυό. Σε πολλές περιπτώσεις διενεργούν και «ανασκαφές», στις οποίες καταστρέφουν όσα ευρήματα δεν μπορούν να μεταφέρουν, για να μην τα βρουν και τα πάρουν οι ανταγωνιστές τους.

     Κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς τους οι επιχειρήσεις αρπαγής του Ελληνικού πολιτισμικού πλούτου  διεξάγονται με την ανοχή / αδιαφορία των Τούρκων και την σιωπηρή συγκατάθεση / συνενοχή της Χριστιανορθόδοξης Εκκλησίας. Μάλιστα πολλές φορές η Εκκλησία έχει σημαντικό ρόλο στο κύκλωμα της αρπαγής: π.χ. ανάμεσα στους πληροφοριοδότες και προμηθευτές του Άγγλου πρέσβη στην Κων/πολη Thomas Roe (1621-1628),  βρίσκουμε τον ίδιο τον πατριάρχη και τον επίσκοπο Άνδρου.
Οι επιχειρήσεις αρπαγής του Ελληνικού πολι- τισμικού πλούτου  διεξά- γονται με την ανοχή - αδι- αφορία των Τούρκων και τη σιωπηρή συγκατάθεση - συνενοχή τής Χριστιανορθόδοξης Εκκλησίας.

    Στο αρχαιοεμπόριο διαπρέπουν και οι μονές του Άθωνα: με έγγραφό τους του 1694 ομολογούν, ότι πούλησαν στον βασιλιά της Ρωσίας «παλαιά βιβλία» γιατί, όπως ισχυρίζονταν, λιμοκτονούσαν (αυτό δηλ. που ισχυρίζονταν ανέκαθεν….).  Επίσης το 1801 ο ηγούμενος της μονής Πάτμου, αφού δωροδοκήθηκε από τους Άγγλους, τους παρέδωσε πανάρχαια χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων και έναν πλατωνικό διάλογο. Τις μονές Πάτμου και Άθωνα στιγματίζει και ο Αδαμάντιος Κοραής ότι «εγύμνωσαν όλην την Ελλάδα από τα πολύτιμά της αντίγραφα» (Προλεγόμενα στην έκδοση του Ισοκράτη, 1807). Επίσης στη δεκαετία του 1720, ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Εσπαρνέ, οργάνωσε δίκτυο πρακτόρων σε όλη την Ελλάδα από φίλους του μοναχούς, με σκοπό την κλοπή πολυτίμων χειρογράφων.  Αλλά η αρχαιοληστεία προχωρά κυρίως λόγω της ιστορικής αμνησίας του ελληνικού λαού, που η χριστιανορθοδοξία τον είχε ρωμηοποιήσει και έτσι είχε απωλέσει την συνείδηση τής προγονικής του καταγωγής. 

     Προοδευτικά οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Δυτικοευρωπαίων για Ελληνικές αρχαιότητες απαγορεύουν την εξαγωγή αρχαιοτήτων άνευ αδειοδοτήσεως. Φυσικά οι άδειες δίνονται κατόπιν γενναίας δωροδοκίας.

     Η πιο προκλητική -αν και όχι απαραίτητα πιο σημαντική- επιχείρηση αρχαιοθηρίας στον ελλαδικό χώρο, είναι αυτή του Βρεταννού λόρδου Έλγιν, το 1802, στην Ακρόπολη της Αθήνας.


Οι απόπειρες αφύπνισης των Ελλήνων
  Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επιχείρησε να επαναφέρει στον παντελώς αποπροσανατολισμένο Ελληνικό λαό την εθνική του συνείδηση, από την οποία  τον είχε αποξενώσει  η υπερχιλιετής χριστιανική  κατοχή της χώρας. Η Ελληνική εθνική ταυτότητα αναζητάται από τον Διαφωτισμό κατ’ εξοχήν και κυρίως στην αρχαία Ελλάδα και όχι στο μεσαιωνικό «Βυζάντιο». Το τελευταίο αξιολογείται από τον Διαφωτισμό ως ο ολετήρας του Ελληνισμού (αυτό κόστισε στον Διαφωτισμό αφορισμούς και λυσσαλέες διώξεις επί δεκαετίες, ακόμη και μετεπαναστατικά).  Κατά συνέπεια, για τους Διαφωτιστές αποτελεί ζήτημα αιχμής η ανάδειξη και προστασία κάθε προγονικού θησαυρού. 

     Οι επιχειρήσεις αρχαιολεηλασίας ήσαν γνωστές στους Διαφωτιστές. Ωστόσο, ο Κοραής τοποθετεί στις σωστές του διαστάσεις το πρόβλημα, όταν σε απαντητική επιστολή του προς τον Υδραίο Ιωάννη Ορλάνδο  (20/2/1807), δεν κατηγορεί τους άρπαγες Άγγλους που «γδύνουν» την Αθήνα από τις αρχαιότητές της, αλλά επισημαίνει ότι «τί πταίουσιν εις τούτο οι Άγγλοι; το αμάρτημα είναι των απαιδεύτων Αθηναίων, οι οποίοι δεν είναι ικανοί να φυλάξωσι τα προγονικά των κτήματα». Ο Κοραής προτείνει στο πατριαρχείο (Άπαντα, τ. Α2) να καλέσει με «εγκύκλιο προς το γένος» κάθε Έλληνα -επί ποινή αφορισμού- να μην δίνει ή πουλά σε οποιονδήποτε, ντόπιο, ή ξένο παλαιά χειρόγραφα κ.λπ.. Προτείνει επίσης την ίδρυση Μουσείου στην Κων/πολη, ή στην Χίο. Σήμερα ακούγεται αστείο να υποβάλλει κανείς προς τους νεκροθάφτες του Ελληνικού Πολιτισμού (χριστιανικό ιερατείο) τέτοιες προτάσεις, σαν, κατά το κοινώς λεγόμενο, να βάζει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Αλλά, ας μην ξεχνάμε ότι, χάρις στις υπηρεσίες του προς τους Τούρκους, το Πατριαρχείο είχε πετύχει να αναγορευθεί από αυτούς ως η μόνη «Ελληνική» Αρχή, όπου μπορούσε τότε να απευθυνθεί κάποιος. 
  
     Για τον Κοραή, η  παραμονή των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση μιας στείρας επίκλησης - επίδειξης του προγονικού μεγαλείου από τους πολιτισμικά θλιβερούς νεοέλληνες (όπως γίνεται σήμερα). Χρειαζόταν πρωτίστως οι Έλληνες να τύχουν της κατάλληλης «παιδεύσεως» ώστε να γίνουν άξιοι του προγονικού πολιτισμού και «ικανοί να φυλάξωσι τα προγονικά των κτήματα».  Χάρις στον άνισο  αγώνα που διεξήγε ο Διαφωτισμός, οι Έλληνες ξαναπέκτησαν, τουλάχιστον, το, απαγορευμένο από την χριστιανορθοδοξία, εθνικό τους όνομα. Απέκτησαν επίσης μια αμυδρή αίσθηση της πραγματικής τους εθνικής και πολιτισμικής καταγωγής.  Και αφυπνίστηκαν τόσο μόνο, όσο χρειαζόταν για να κάνουν μια -έστω και ανολοκλήρωτη κοινωνικά και πολιτισμικά- επανάσταση. 


Μετά την Επανάσταση
  Θα περίμενε κανείς, ότι το νεοπαγές Ελληνικό κράτος θα λάμβανε ιδιαίτερη  μέριμνα για την προστασία και την ανάδειξη του προγονικού πολιτισμικού πλούτου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου εξακολουθούσε να μην έχει ακόμα αποκαλυφθεί.

     Η αρχαιοσκύλευση είχε συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Μεσούντος του Αγώνα οι επαναστατικές διοικήσεις κάνουν ό,τι μπορούν για να τη σταματήσουν. Π.χ. το 1825 ο υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσας) καλεί με διάταγμα τις τοπικές αρχές και τους δασκάλους,  όποτε ανακαλύπτουν αρχαιότητες, να τις αποθηκεύουν, ελλείψει μουσείων, στα σχολεία: «δια να αποκτήση με τον καιρόν παν σχολείον το Μουσείον του,  πράγμα αναγκαιότατον […] δια την γνώρισιν της δεξιότητος των προγόνων μας και δια την πρόληψιν την οποίαν δικαίως έχουσιν ως τοιαύτα τα σοφά της Ευρώπης έθνη, οι οποίοι μας μέμφονται, διότι τα χαρίζομεν, ή τα πωλούμεν αντί μικρού τιμήματος εις τους θαμίζοντας εις την Ελλάδα περιηγητές των». Τον Μάιο του 1827, το ΙΗ΄ άρθρο της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνας, θα απαγορεύσει την έξοδο αρχαιοτήτων από τη χώρα.




«Αυτά
και δέκα χιλιάδες τάλαρα
να σας δώσουν να μην το καταδεχτήτε
να βγούν από την πατρίδα μας.
Δι’ αυτά πολεμήσαμεν.»

Μακρυγιάννης
     Ωστόσο η αρχαιοληστεία θα συνεχιστεί και επί Καποδίστρια. Ειδικά στα νησιά οργιάζει: το 1828 οι κάτοικοι της Ανάφης πούλησαν πολλά αγάλματα στον Γάλλο πρόξενο στη Θήρα, ενώ πολλά άλλα τα κατέχωσαν και έχτισαν από πάνω τους σπίτι, ώστε με τον καιρό να τα πουλήσουν και αυτά. Το 1829 ιδρύεται το πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα, το οποίο αρχίζει να γεμίζει σχεδόν αποκλειστικά με ευρήματα που έβρισκαν στα χωράφια τους και παραχωρούσαν αφιλοκερδώς (παρά την ύπαρξη αμοιβής) διάφοροι «ανώνυμοι» Έλληνες.  Ο Μακρυγιάννης (Απομηνονεύ-ματα) πληρώνει από την τσέπη του ένα σεβαστό ποσόν σε αρχαιοκάπηλους, για να «κόψει» μια εξαγωγή αρχαιοτήτων: «Είχα δυό αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’  ένα βασιλόπουλο, ατόφια –φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τάχαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν. Άντεσα κι’ εγώ εκεί πέρναγα. Πήρα τους στρατιώτες και τους μίλησα. Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν να μην το καταδεχτήτε να βγούν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν. Βγάζω και τους δίνω τριακόσια πενήντα τάλαρα».

     Κι ενώ κάποιοι λίγοι «αφελείς» πολίτες, δωρίζουν στο νεοϊδρυθέν Μουσείο, ο Καποδίστριας, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια των ξένων, δωρίζει τους αρχαιολογικούς χώρους σε ομάδες αρχαιοθηρών και ατόμων με ξένη βασιλική προστασία, για να διενεργούν «ανασκαφές». Αλλά και να μεταφέρουν αδιακρίτως την πλούσια λεία τους στις χώρες τους και στα αφεντικά τους. Μάλιστα προμηθεύει τους αρχαιοκάπηλους με Έλληνες εργάτες, που τους πληρώνει το Ελληνικό Δημόσιο… Έτσι το 1828, που φθάνει στην Πελοπόννησο η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή, ο Καποδίστριας καλεί τους προκρίτους να τής παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια. Οι Γάλλοι αξιώνουν «ελεύθερες» ανασκαφές αλλά και τη μεταφορά όλων των ευρημάτων στο Παρίσι. Ο Καποδίστριας, αντί να τους παραπέμψει στο προαναφερθέν ΙΗ΄ άρθρο του Συντάγματος, ενδίδει με δουλοπρέπεια για να μην δυσαρεστήσει τη Γαλλική μοναρχία. Μάλιστα για να διευκολύνει τους Γάλλους ο Καποδίστριας αξιώνει από την νέα -την Δ΄- Εθνοσυνέλευση του Άργους (Αύγουστος 1829) να τροποποιήσει το ΙΗ΄ άρθρο περί απαγορεύσεως εξαγωγής των αρχαιοτήτων. Πράγμα το οποίο και καταφέρνει: με ένα κατάπτυστο λεκτικό σόφισμα, τα αρχαιολογικά ευρήματα διαχωρίζονται αόριστα σε άρτια και σε… «συντρίμματα» και παρέχεται «η άδεια εις την κυβέρνησιν να συγχωρή την εξαγωγήν μόνον των συντριμμάτων των αρχαιοτήτων και όταν μόνον ζητώνται εις τας αρχαιολογικάς ερεύνας επιστημονικού τινός καταστήματος οποιασδήποτε χώρας». Όλα αυτά «επί σκοπώ πλείονος ωφελείας του έθνους».  

     Με αυτόν τον τρόπο και παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων ανασκάπτεται και σκυλεύεται αρχαιολογικά η Ολυμπία: εκτεταμένα τμήματα από μετόπες, αριστουργηματικές γλυπτές αναπαραστάσεις από την Μυθολογία και άλλα «συντρίμματα», παίρνουν τον δρόμο για τις Γαλλικές αρχαιοθήκες και ανάκτορα.

     Με τέτοια νομικά παράθυρα άνοιξε ακόμη περισσότερο η όρεξη των αρχαιοκαπήλων. Και σαν  να μην έφταναν αυτά, ο Καποδίστριας δώριζε ακόμα και αρχαιότητες του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αίγινας, τις οποίες με τόση «ακατανόητη» ανιδιοτέλεια είχαν προσφέρει κάποιοι «απλοί» Έλληνες. Έτσι, ως επιστολικό δείγμα κολακείας και χαμέρπειας προς τον βασιλιά της Βαυαρίας «η Κυβέρνησις μετά χαράς προσφέρει εις τον σεβαστόν υμών Άνακτα, αν η Μεγαλειότης καταδέχεταί τι (!) εκ τών εν τω Εθνικώ Μουσείω κειμένων αρχαίων καλλιτεχνημάτων δια την εν Μονάχω πλουσίαν αρχαιοθήκην» (Επιστολαί Ι. Καποδίστρια, τ. Δ΄ ).

     Για τον Καποδίστρια οι αρχαιολογικοί θησαυροί αποτελούσαν αγαθά αποκλειστικώς ανταλλάξιμα. Το προσδωκόμενο αντάλλαγμα μπορούσε να είναι, είτε η εύνοια των μοναρχών της Ευρώπης προς αυτόν, είτε διάφορα βιομηχανικά είδη, εργαλεία κ.λπ. (αυτό παραπέμπει στην σημερινή επαγγελόμενη «ανάπτυξη» και «αξιοποίηση» των εμπρησθέντων δασικών και αρχαιολογικών περιοχών). Ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντυ αναφέρει, ότι, όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν μεταξύ ξένων εκδήλωνε «ευφραδώς τον καλλιτεχνικό αυτού ενθουσιασμόν», όταν όμως βρισκόταν ανάμεσα σε Έλληνες και άκουγε να μιλούν για «μάρμαρα», «εμόρφαζε». Στην Αίγινα επέτρεψε να μεταβληθεί σε λατομείο ο αρχαιολογικός χώρος (παραδοσιακή χριστιανική τακτική) και τα ερείπια να χρησιμοποιηθούν ως «μπάζα» για την κατασκευή της προκυμαίας. Με τα κρηπιδώματα του ναού του Απόλλωνα και άλλα λείψανα χτίστηκε το ορφανοτροφείο και το λοιμοκαθαρτήριο. Ο Δανός αρχαιολόγος L. Ross, έφορος αρχαιοτήτων το 1834 παρατηρούσε. ότι θα μπορούσε πολύ ευκολότερα να έχει ανοιχτεί ένα  λατομείο στο νησί.

     Μια επιστολή από την Αίγινα προς τον Κοραή αναφέρει για το αρχαιολογικό Μουσείο της Αίγινας, ότι «οι ευκολόπιστοι Έλληνες έστειλαν και στέλλουν (ενν. ευρήματα) πανταχόθεν της Ελλάδος […] Τα μέτρια και τα κολοβωμένα τα καταθέτει (ενν. ο Καποδίστριας) για τα όμματα του κόσμου. Τα πολύτιμα όμως και τα σώα, άλλα επώλησε και άλλα φυλάττει εις υπόγεια εργαστήρια. Τοιαύτα εργαστήρια έχει κάνποσα και εις την Ελλάδα και έξω της Ελλάδος. Οι ταξιδεύοντες επιστήθιοί του δεν ανεχώρησαν απ’ αυτήν μήτε με κενάς χείρας μήτ’ εις κενά πλοία» (Άπαντα, τ. Β2). 

     Αλλά και μετά τον Καποδίστρια η αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα συνεχίστηκε αδιάλειπτη. Ο απόλυτος και πιο δαιμόνιος αρχαιοκάπηλος του 19ου αιώνα είναι ο Γερμανός Ερρίκος Σλήμαν. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται δεν ήταν αρχαιολόγος αλλά, αρχαιοπώλης με όσφρηση επιχειρηματικού λαγωνικού. Οι περίφημοι «θησαυροί» του (τού Πριάμου κλπ.) δεν είναι παρά κατασκευασμένα εκ των υστέρων συνοθυλεύματα από άσχετα ευρήματα, τα οποία είχε αγοράσει εδώ κι εκεί. Ή έφτιαχνε αντίγραφα και τα παρουσίαζε ως αυθεντικά. Πολλές φορές αγόραζε αρχαιότητες από άλλους αρχαιοκάπηλους, τις έθαβε και μετά από λίγο καιρό τις «ανακάλυπτε». Πλαστογράφησε επίσης τον απολογισμό σημαντικών ανασκαφών, όπως της Τροίας και των Μυκηνών. Ο φίλος του F. Max Muller αποφαίνεται ότι  «ο Σλήμαν κατέστρεψε την Τροία για τελευταία φορά». Χάρις στον υποτιθέμενο «θησαυρό του Πριάμου» έκανε θόρυβο και κατόρθωσε να πάρει άδεια για την ανασκαφή των Μυκηνών, υποσκελίζοντας επιστήμονες Έλληνες αρχαιολόγους. Μάλιστα εκβίασε την Ελληνική κυβέρνηση, ότι αν δεν του έδινε την άδεια θα εξήγαγε την τεράστια συλλογή του στην Ιταλία, όπου, όπως έλεγε, «ήταν καλόδεχτος». Το σπίτι του στην Αθήνα ήταν ένα αρχαιοκαπηλικό στρατηγείο από το οποίο έστελνε αρχαιότητες σε όλους τους μεγιστάνες της Ευρώπης.




Ο απόλυτος
και πιο δαιμόνιος αρχαιοκάπηλος
του 19ου αιώνα
είναι ο Γερμανός Ερρίκος Σλήμαν. Αντίθετα
με ό,τι πιστεύεται
δεν ήταν αρχαιολόγος αλλά αρχαιοπώλης
 με όσφρηση επιχειρηματικού λαγωνικού.

    Οι λίγοι «ανώνυμοι» Έλληνες, που πρόσφεραν χωρίς αμοιβή ό,τι αρχαιότητες έβρισκαν στα χωράφια τους στο πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αίγινας δεν αναφέρονται ποτέ και πουθενά. Παρ’ όλο, που τα ονόματά τους έχουν καταγραφεί στους καταλόγους δωρητών. Αντίθετα, σεσημασμένοι αρχαιοκάπηλοι όπως ο Άγγλος Κόκερελ, ή ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα Φωβέλ, ή  ο Σλήμαν, «κοσμούν» με τα ονόματά τους αθηναϊκές οδούς. Ή διορίστηκαν  μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρίας, όπως ο επίσης πρόξενος στην Αθήνα Αυστριακός Γκρόπιους, το 1837.

 
 
Ο Γάλλος λόγιος και ζωγράφος Φωβέλ (ιη-ιθ  αι.), πρόξενος της χώρας του στην Αθήνα, ένας από τους πολλούς ξένους αρχαιοκάπηλους, που κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας κατέφθασαν στην Ελλάδα. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.)



Η υποκριτική ρητορεία περί «επαναπατρισμού» των «μαρμάρων»
  Χάρις στην συνεργασία των ντόπιων -αρχών, ή ιδιωτών- με τους αρχαιοκάπηλους, οι τελευταίοι πήραν το δικαίωμα και  ανέπτυξαν μια απολογητική της αρχαιοκαπηλίας. Απολογούμενοι, κυρίως απέναντι στις αντιδράσεις ειλικρινών Ευρωπαίων φιλελλήνων, οι αρχαιοθήρες κατηγορούσαν -δικαίως- τους Έλληνες, που πουλούσαν από αμάθεια και κερδοσκοπία τους πολιτισμικούς θησαυρούς τους. Ή ισχυρίζονταν, ότι δεν έκλεψαν τίποτε αλλά ενήργησαν έχοντας πρώτα λάβει έγκριση από τις επίσημες κρατικές αρχές (δηλαδή από την Τουρκική Διοίκηση, ή από την Εκκλησία) πράγμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, αληθές. Ισχυρίζονταν επίσης, ότι φυγάδευαν τις αρχαιότητες στις χώρες τους, για να τις παραδώσουν στα χέρια ιστορικών και αρχαιολόγων.  Και με αυτόν τον τρόπο αυτοπροβάλλονταν ως σωτήρες των αρχαιοτήτων και ως θεράποντες της επιστημονικής έρευνας  (αιτιάσεις που, άσχετα με τις κρυμμένες προθέσεις τους, δεν είναι εντελώς ανεδαφικές…). Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας επιχειρηματολογίας αποτελεί το άρθρο του Αυστριακού αρχαιοκάπηλου Gropius (μετέπειτα προξένου) στην Εφημερίδα των Αθηνών (16/1/1826). 

     Ωστόσο, το ερώτημα, που προκύπτει από τα παραπάνω και το οποίο  κάνουν πως δεν ακούν οι σημερινοί Έλληνες, είναι το εάν δικαιούνται από πολιτισμικής πλευράς να διεκδικούν τα κλεμμένα -και προσβλητικώς αναφερόμενα ως- «μάρμαρα» (τα οποία έχουν ταυτιστεί στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση με αυτά, που άρπαξε ο Έλγιν από την Ακρόπολη). Όταν, επί δεκαετίες, όχι μόνο οι επίσημοι ταγοί τους (βλ. Ορθόδοξη Εκκλησία και νέο Ελληνικό κράτος), αλλά και οι ρωμηοποιημένοι κάτοικοι εμπορεύονται την κληρονομιά των προγόνων τους με αρχαιοκάπηλους, δεν μπορούν να αυτοπαριστάνονται ως τα θύματα της υπόθεσης. Όταν μετά από εκατόν ογδόντα  χρόνια σχετικά ελεύθερου βίου οι κουτοπόνηροι ρωμηοί δεν έχουν ακόμα ενδιαφερθεί να αποκτήσουν την απαιτούμενη παίδευση ώστε, όπως επισήμαινε ο Κοραής να γίνουν «ικανοί να φυλάξωσι τα προγονικά των κτήματα» (ανεξάρτητα από τις δικαιολογίες, που μπορεί να επικαλεστούν γι’ αυτή την διανοητική τους καθυστέρηση), δεν μπορούν να απαιτούν να τους εμπιστευτεί κάποιος την φύλαξη αυτών των θησαυρών της πολιτισμένης (και μόνο) ανθρωπότητας. Ούτε μπορείς να στηρίζεσαι γελοιωδώς στην βιολογική σου καταγωγή, για να διεκδικήσεις τους πολιτισμικούς θησαυρούς, όταν όλοι γνωρίζουν, ότι  η χώρα σου είναι το τελευταίο μεσαιωνικό απολειφάδι και η τελευταία θεοκρατία της Ευρώπης.




 

     Τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρεταννικό Μουσείο, όπου τα θαυμάζουν χιλιάδες επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο καθημερινά. Τα περισσότερα από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που έμειναν στην Ελλάδα, «εξαγιάσθηκαν από τα δαιμόνια, που κατοικούσαν εντός τους» κι ενσωματώθηκαν στις εκκλησίες γύρω από την Ακρόπολη και στην Πλάκα.




 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς των Νεοελλήνων προς τις αρχαιότητες.
1. Mάρμαρα από την Ακρόπολη έχουν ενσωματωθεί στην Καπνικαρέα (Πλάκα).
2. Η Παναγία η Μαρμαριώτισσα στο Χαλάνδρι.
3. Μαντρί στο αρχαίο τείχος του Πυθαγορείου της Σάμου.
4. Αρχαίο κιονόκρανο χρησιμοποιούμενο ως σκαλάκι στην Παναγία Σπηλιανή της Σάμου.
5. Τεμάχια αρχαίων κιόνων οριοθετούν την είσοδο αναψυκτηρίου στην Επισκοπή Τεγέας.

     Όταν επί χρόνια το Ελληνικό Κράτος, η Εκκλησία και οι Νεοέλληνες αφ’ ενός εμπορεύονται τα αρχαία με αρχαιοκαπήλους κι αφ’ ετέρου ακόμα και σήμερα δείχνουν τελείως απαξιωτική συμπεριφορά προς την αρχαία κληρονομιά, δεν δικαιούνται να αυτοχαρακτηρίζονται ως τα θύματα της υπόθεσης και να απαιτούν επιστροφές μαρμάρων. Η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα πρέπει να αρχίσει από τις χριστιανικές εκκλησίες της Πλάκας.

  Ανεξάρτητα από τις νομικές αιτιάσεις, που μπορεί να προβάλλει η μιά, ή η άλλη πλευρά για τον τρόπο απόκτησης των «μαρμάρων», το ζήτημα που παραμένει είναι, ότι και οι δύο τα διεκδικούν ως πιστοποιητικά πολιτισμικής ταυτότητας. Οι Ευρωπαίοι, πρώην αρχαιοκλέφτες ή αρχαιοκλεπταποδόχοι, έχουν παρ’ όλα αυτά αποδείξει, ότι κατανοούν τον Eλληνικό Πολιτισμό απείρως καλύτερα από τους σημερινούς βιολογικούς (και μόνον) απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Αποτελούν δικαιωματικά τους κληρονόμους του Eλληνικού Ορθολογισμού, της Eλληνικής Επιστήμης, της Eλληνικής Αισθητικής, έστω κι αν θεωρήσουμε, ότι δεν είναι παρά οι πολιτισμικά μονόφθαλμοι, που, ωστόσο, δίκαια βασιλεύουν στους τυφλούς.

     Περιέθαλψαν με αληθινό θαυμασμό, πάθος και μελέτη τις Eλληνικές αρχαιότητες, που απέκτησαν και δεν είδαν σε αυτές μόνο την οικονομική τους διάσταση, όπως οι νεοέλληνες που τούς τις πούλησαν. Οι τελευταίοι δεν διστάζουν ακόμη και σήμερα να παραμένουν στυγνοί καιροσκόποι,  απέναντι στην συνεχιζόμενη καταστροφή του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας, που -καταχρηστικά- αποκαλούν «πατρίδα» τους. Οι εμπρησμοί, από «αναπτυξιακά» συμφέροντα, αρχαιολογικών χώρων όπως αυτού της Ολυμπίας το καλοκαίρι του 2007, κρύφτηκαν επιμελώς «κάτω από το χαλί», ως ότι «κάηκαν μόνο μερικά δέντρα» (βλ. θρασύτατη τηλεοπτική δήλωση του τότε Γ.Γ. υπουργείου Πολιτισμού, Ζαχόπουλου, καθολικώς αποδεκτού ως  «εθνικού μάγκα», για την έξη του στην διαπλοκή και σε αυτό, που ο λαός λέει, ότι «σέρνει καράβι»). Ή επενδύθηκαν με μεταφυσικές αιτίες, όπως αυτές της έξωθεν «ασύμμετρης απειλής» («πιασάρικη» δήλωση του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Βύρωνος Πολύδωρα), ή -θα επαυξάναμε- της απειλής αστεροειδών, Αρειανών κ.λπ..

     Πέραν τούτων οι αρχαιότητες, που απέμειναν στην Ελλάδα εξακολουθούν να κινδυνεύουν σοβαρά και από αποκλειστικά εκκλησιαστική καταστροφή, όπως τον καιρό των βυζαντινών αυτοκρατόρων (βλ. π.χ. την πρόσφατη κακοποίηση της Κοιλάδας των Μουσών στη Βοιωτία από τον μητροπολίτη Θηβών-Λειβαδείας και νυν αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, με την ανοχή του υπουργείου «Πολιτισμού»). Ο παραδοσιακός εχθρός τού Ελληνικού Πολιτισμού και φορέας του βυζαντινισμού, η Χριστιανορθοδοξία, εξακολουθεί να ελέγχει τη νεοελληνική καθημερινότητα και να επιβάλλει τον μεσαιωνικό της ζόφο στη σύγχρονη Νεοελλάδα. Όταν σχεδόν δεν υπάρχει τηλεοπτική εκπομπή, που να μην πρωτοκαθεδρεύει ένας τουλάχιστον παπάς, η χώρα θυμίζει περισσότερο το Ιράν των Αγιατολάχ, παρά ένα δυτικό κοσμικό κράτος. Πόσο μάλλον, όταν αυτό αξιώνει να περνιέται ως πολιτισμικός απόγονος των αρχαίων Ελλήνων.

     Όπως έχει ειπωθεί ο νεοέλληνας νοιάζεται περισσότερο για την τύχη της Αγια-Σοφιάς παρά για του Παρθενώνα (στον οποίο κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει πατήσει ποτέ στη ζωή του –αντιθέτως είναι πολύ περισσότεροι οι χατζηέλληνες, που  επισκέπτονται τους «αγίους τόπους» της Ιουδαϊκής αίρεσης, που αποτελεί και την «επίσημη» θρησκεία τους).

   Παρ’ όλα αυτά η διεκδίκηση της επιστροφής των «μαρμάρων» έχει εξελιχθεί σε πρόκληση καρριέρας για τους πολιτικάντηδες και επιχειρείται να παρουσιαστεί ως το νέο «βορειοδυτικό πέρασμα» για την  νεοελληνική κουλτούρα (αυτήν της επανακαμψάσης Γιουροβίζιον, των τουρκοτσιφτετελάδικων και των «άλειωτων» θαυματουργών αγιοπτωμάτων). Ενώ την ίδια στιγμή οι τάφοι των «ειδωλολατρών» Σαλαμινομάχων μπαζώνονται, σκάβονται από σκυλιά, οικοπεδοποιούνται.

     Κατά τα άλλα αυτό που «μάρανε» τους Ρωμηούς είναι μην τους κλέψει το όνομα μια γείτων χώρα. Η οποία, λογικά σκεπτόμενη, θεωρεί, ότι όσο δικαίωμα έχει αυτό εδώ το βυζαντινότροπο κρατίδιο να αυτοαποκαλείται «Ελλάδα», άλλο τόσο δικαιούται κι εκείνη να αυτοαποκαλείται «Μακεδονία». Για ένα όνομα ζούμε.

     Μήπως τελικά πρέπει να αναρωτηθεί αυτός ο ρωμηολαός γιατί τα θέλει (αν τα θέλει) πίσω τα «μάρμαρα»; Μήπως, για να καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι και να  διακηρύττει συμπλεγματικά προς τους «κουτόφραγκους» το εθνικό του σύνθημα: «ξέρεις ποιός είμαι  ’γω ρε;»

     Μπα… Ας μείνουν καλύτερα εκεί που, προς το παρόν, ανήκουν πραγματικά.


                                                           Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος


     Σημείωση

     (*) Ο κύριος όγκος των πληροφοριών αυτού του κειμένου, έχει αντληθεί από το, υπερπλήρες λεπτομερειών, βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» Αθήνα 1993.
www.freeinquiry.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :